Μπήκε Νοέμβρης κιόλας; Μια το παράθυρό μου έχει ηλιαχτίδες, μια θολώνει το τζάμι απ'την παγωνιά. Και δεν ξέρω τι να φορέσω. Το ίδιο γίνεται και στην καρδιά μου. Και δεν ξέρω τι να νιώσω. Μετρώ αντίστροφα τις μέρες, όπως οι κατάδικοι, μέχρι να σταματήσω να δίνω μαθήματα. Όπως οι κατάδικοι ή όπως, τέλος πάντων, οι φαντάροι.
Μεθαύριο τέλος. Προς το παρόν διαβάζω. Τι διαβάζω, δηλαδή, δεν διαβάζω. Κάνω ότι διαβάζω. Ο μόνος λόγος που δεν βάζω να δω τις ταινίες του Αλμοδόβαρ, τη μια μετά την άλλη, είναι ότι το να κάθομαι με το βιβλίο του Ενοχικού ανοιχτό μπροστά μου, μοιάζει πιο παραγωγικό ως εικόνα -και μόνο.
Μην εμπιστεύεσαι πάντα τα μάτια σου -προσπάθησε ν'ακούς την ψυχή. Κι η ψυχή μου ηρεμεί μόνο με το όνειρο της Βαλένσια και την πραγματικότητα της Ύδρας. Με τον μοναδικό έρωτα που δεν θα σε πονέσει -αυτόν για το χώμα ή την ιδέα ενός τόπου. Ακούω Blue October και πέφτω και χτυπιέμαι στα πατώματα. Νοητικά.
Στ'αλήθεια, έχω ακόμη το βιβλίο ανοιχτό μπροστά μου, όσο το μυαλό μου τρέχει χιλιόμετρα μακριά. Να φύγει, να πάει να βρει την καρδιά μου κι εκείνο. Μη μιλήσεις πολύ. Κι αν φοβάσαι, μη με κοιτάξεις κατάματα. Πες μου μόνο πού είσαι -να προσέξω μη χαθεί στη διαδρομή.