Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

το γράμμα

-Το κουβαλούσε μαζί της κάτι λιγότερο από τρεις μήνες. Ο φάκελος είχε τσαλακωθεί λιγάκι και αυτό προσέδιδε στην εικόνα του ένα ψήγμα προχειρότητας. Το περιεχόμενο όμως είχε μείνει όπως ήταν εξαρχής. Όπως έπρεπε να είναι. Του έγραφε σ' εκείνο το γράμμα ό,τι σκεφτόταν, ό,τι ένιωθε κι ό,τι έκρυβε με στρατηγικές κινήσεις απ' όλους, ακόμη κι απ'τη συνείδησή της -κυρίως απ'τη συνείδησή της.
Το κουβαλούσε κάθε μέρα στην τσάντα της, όπως κουβαλούσε τα ταλαιπωρημένα στιχάκια για εκείνον στο νου της. Γιατί; Ήξερε πως δεν θα τον έβλεπε. Όχι, ψέματα. Σ' εκείνους τους τρεις μήνες παρά κάτι είχε τύχει να τον δει. Μια φορά. Πώς να μαζέψεις τόσο θάρρος σε μια και μόνη φορά; Περίμενε τη δεύτερη. Μα όσο περίμενε -κι η δεύτερη εκείνη φορά δεν ερχόταν- κάτι άλλαξε. Άρχισε να τη βαραίνει ο φάκελος. Στην πλάτη και λίγο στην καρδιά.
Η ψυχή της -μέσα σ'εκείνο το φάκελο φυλούσε την ψυχή της, που πήρε ζωή με λιγάκι μελάνι και δυο φύλλα χαρτί. Μα όταν κάτι σε βαραίνει, δεν νοιάζεσαι τι είναι αυτό. Νοιάζεσαι για το βάρος.
Άνοιξε το φάκελο κι έβγαλε από μέσα το γράμμα. Πρώτα πέταξε τον τσαλακωμένο φάκελο -το εύκολο της υπόθεσης. Ύστερα θέλησε να διαβάσει μια τελευταία φορά το γράμμα. Να δει μια τελευταία φορά την ψυχή της.
Θες το βάρος, θες τα μάτια της που ήταν κάπως υγρά -δεν ξεχώρισε γράμματα, ούτε καν σημεία στίξης. Ασυνάρτητες πινελιές από σκούρο μπλε πάνω στο λευκό χαρτί. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Η ψυχή της -ό,τι είχε απομείνει.
Χωρίς να το σκεφτεί άλλο -αρκετές στιγμές είχε αφιερώσει σε τούτη τη σκέψη- έσκισε το χαρτί σε μικρά κομματάκια -νόμισε πως ήταν χιλιάδες, αλλά μάλλον έφταιγε η συγκίνηση- και το πέταξε. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω.

-Κι εκείνος; Τι έγινε μ' εκείνον;

-Νομίζω -νομίζω δεν τον ξαναείδε ποτέ.

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Η αναζήτηση

Αναρωτιέμαι -τη θυμάσαι εκείνη τη μέρα;
Καθόσουν σε μια άχρωμη γωνιά
και ζητιάνευες χαμόγελα.

Ο αέρας φύσαγε δυνατά
προλαβαίνοντας από το γκρίζο σου βλέμμα
κάθε δάκρυ
γι' αγάπες χαμένες κι ανώνυμες.

Με μια σιωπηλή ματιά
μου ζήτησες να μη σε ψάξω
-μου υποσχέθηκες να μη με βρεις.
Δεν μ' έψαξες.
Δεν σε βρήκα.

Πάει καιρός
μ' ακόμα σε φαντάζομαι
κάπου μακριά
σε μια γωνιά το ίδιο άχρωμη
με το ίδιο γκρίζο βλέμμα
να μετράς χαμόγελα δανεικά
που άλλοτε νιώθεις ότι τα 'κλεψες
κι άλλοτε ότι τα κέρδισες.

Ακούστηκε τελικά εκείνη η φωνή
ή ήταν κι αυτή της φαντασίας σου;
Αναγνώρισες το πρόσωπό μου
ή σε γέλασαν τα μάτια κι η μνήμη σου;
Πήρες το χαμόγελο που σου χάρισα
ή άφησες να το πάρει ο αέρας;

Αναρωτιέμαι...

Σάββατο 29 Μαΐου 2010

in this silence.

Θέλω σήμερα να μιλήσω μέσα από τη σιωπή.
Έχω μάθει ότι κάποιες φορές ακούγεται δυνατότερα από τις λέξεις.
Το θέμα είναι να προσέξεις να μη γίνεται εκκωφαντική... Γιατί, τότε, ίσως να μην υπάρχει γυρισμός.

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Τέτοιες φοιτητικές εκλογές -να τις χαίρονται...

Δίκαιο: το σύνολο των γενικών κι αφηρημένων κανόνων που ρυθμίζουν κατά τρόπο υποχρεωτικό τη συμβίωση των ανθρώπων σε μια κοινωνία οργανωμένη σε κράτος.

Αυτό είναι το αντικείμενο της σχολής μου.
Της ίδιας σχολής, στην οποία, απ' ό,τι φαίνεται, δεν έχουμε μάθει ούτε να συνυπάρχουμε, ούτε να ρυθμίζουμε τις μεταξύ μας σχέσεις, έχοντας ξεχάσει κάθε έννοια διαλλακτικότητας, πολιτισμού και δημοκρατίας.
Αφόρητα οξύμωρο -κι όμως αληθινό...
Οι φοιτητικές εκλογές χάνουν το πρωταρχικό τους νόημα, μαζί και την ουσία τους και μετουσιώνονται σε ένα χαώδες πανηγύρι των παρατάξεων (και, ναι, αναφέρομαι στις δύο κυρίαρχες), με συνθήματα, χειροδικίες, χουλιγκανισμούς και άκρατο φανατισμό.
Αυτό είναι το Πανεπιστήμιο που ονειρευόμαστε; Αυτή η εικόνα θέλουν οι παρατάξεις να εντυπωθεί στο νου των ανθρώπων, των οποίων την ψήφο διεκδικούσαν από την αρχή του έτους;
Είμαι πρωτοετής και δεν είχα ξαναζήσει φοιτητικές εκλογές. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν και το καλύτερό μου. Δύο μέρες μετά και έχουν καταμετρηθεί οι ψήφοι μόνο από δύο κάλπες! Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί κάποιοι θέλουν να βγάλουν το άχτι τους παίζοντας ξύλο, άνευ λόγου... Γιατί κάποιοι δεν έχουν μάθει να λύνουν τις διαφωνίες τους με διάλογο, παρά μόνο με μέσα που αντιστοιχούν σε κοινωνίες πρωτόγονες κι απολίτιστες.
Δεν είναι το Πανεπιστήμιο που ονειρεύομαι, ούτε οι διαδικασίες που αξίζει να χαρακτηριστούν ως “σωστές” ή “δίκαιες” ή “αξιοπρεπείς”. Δεν είναι η φοιτητική δραστηριοποίηση που οραματίζονται τα παιδιά που δίνουν φέτος εξετάσεις, διεκδικώντας μια θέση στη Νομική Αθήνας. Δεν γίνεται να το αφήνουμε να περνάει και να ξεχνιέται, έτσι απλά...
Βανδαλισμοί, “επιστράτευση” φοιτητών από άλλες σχολές, καταστροφή της ύλης και της ΟΥΣΙΑΣ της σχολής μας...ΝΤΡΟΠΗ...
Και όλα αυτά... Εικόνες, διάλογοι, αφηγήσεις, σχόλια... Μου γεννούν ένα μεγάλο και δυσάρεστο “γιατί”...
Ένα “γιατί” θνησιγενές...
'Ενα "γιατί" που αξίζει να προλάβει να μας ξυπνήσει, να μας κινητοποιήσει και να μας ωθήσει σε αλλαγές. Δραστικές κι αποφασιστικές. Για να γίνουν κάποτε τα πράγματα όπως θέλουμε να είναι. Όπως ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ να είναι...

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Looking so long at these pictures of you...

Κοιτάζω, εδώ και ώρα, μια σκονισμένη φωτογραφία. Όχι κυριολεκτικά σκονισμένη -την προσέχω αρκετά, ώστε να αποτρέπεται κάτι τέτοιο. Σκονισμένη με διαφανείς αναμνήσεις. Και από αυτή τη σκόνη, δε γλιτώνεις με κανέναν τρόπο.

Παρατηρώ τα δύο πρόσωπα -το ένα είμαι εγώ. Εγώ, όπως θέλω να είμαι, εκεί που θέλω να είμαι. Εγώ, πραγματικά καλά. Κλείνω τα μάτια κι εύχομαι όταν τ' ανοίξω, να βρίσκομαι εκεί -να είμαι ξανά το κορίτσι της φωτογραφίας. Θαύματα, όμως, δε γίνονται. Τουλάχιστον, όχι τόσο θεαματικά.

Αντ' αυτού, γυρίζω εκεί με το νου μου -και θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια τόσο καλά, ώστε να έχω, έστω, τη στιγμιαία ψεύδαίσθηση της αναβίωσης των γεγονότων.

Συνεχίζω, επί ματαίω, να κοιτάω τη φωτογραφία. Έχουν αλλάξει τόσα, που αυτή φαντάζει τόσο παλιά, ενώ έχουν-δεν έχουν περάσει οχτώ μήνες από την ημέρα που τραβήχτηκε.

Σκέφτομαι πόσα τραγούδια έχουν γραφτεί για μια και μόνο φωτογραφία -ασυναίσθητα χαμογελάω. Χαμογελάω, γιατί καταλαβαίνω -και εκτιμάω κάθε στίχο τους περισσότερο από ποτέ.

Καλώς ή κακώς, δεν μπορώ να γυρίσω το χρόνο πίσω -πόσο μάλλον τις καταστάσεις. Αυτό που μπορώ να κάνω, είναι να ευχηθώ να υπάρξουν πολλές ακόμη φωτογραφίες, που να μου προκαλέσουν ανάλογα συναισθήματα. Μπορώ, επίσης, να χαμογελάω. Να χαμογελάω, που κάποτε έζησα στιγμές, που σήμερα είναι άξιες αναπόλησης. Ήμουν εκεί, τις έζησα, τις εκτίμησα, τις θυμάμαι και θα τις θυμάμαι. Κι αυτό, αν μη τι άλλο, είναι παρήγορο...
 

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

The art of Variety.

Στην κατ'επίφαση εύκολη και κατ'ουσίαν κοινότοπη ερώτηση “τι μουσική ακούς”, τραβάω μεγάλο λούκι. Προφανώς και δεν ακούω το τετριμμένο “τα πάντα”, αφού πολλά είδη περάσαν απ'το γούστο μου και δεν ακούμπησαν. Απ' την άλλη, η ποικιλία των ακουσμάτων μου είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να μη βαριέμαι ποτέ και τη συνθέτουν μουσικά είδη τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, ώστε να τεκμαίρεται μια διαταραγμένη -πλην μουσικόφιλη προσωπικότητα.
Ένα είναι το σίγουρο -αγαπώ τη μουσική και την αφήνω να με ταξιδεύει καθημερινά -επιτρέποντάς της ν'αλλάζει συχνά πυκνά μεταφορικό μέσο: άλλοτε ήχοι high-speed όταν δε με χωρά ο τόπος και είμαι αεικίνητη με ενέργεια που αγγίζει τα όρια του ενοχλητικού, άλλοτε ήχοι-γόνδολες, μελωδίες απαλές, σχεδόν ανεπαίσθητες για ν'απολαμβάνω περισσότερο τη διαδρομή ψιθυρίζοντας συλλαβιστά κάθε στίχο. Και, πράγματι -όσο κι αν με λυπεί να επαληθεύω οποιοδήποτε κλισέ- η μουσική είναι αντίστοιχη της διάθεσής μου. Εξαρτάται από το πώς ξύπνησα το πρωί, πόσο χαρούμενη ή μη νιώθω, κατά πόσο τα νεύρα μου βρίσκονται σε οριακό σημείο.

Το ίδιο ισχύει για το γούστο μου στο σύνολό του. Άλλες μέρες τις θέλω μονόχρωμες κι άλλες ουράνιο τόξο. Τη μια στιγμή θέλω να κοιμηθώ -την αμέσως επόμενη αλλάζω γνώμη και βγαίνω να περπατήσω. Πάω για κομεντί -παίρνω δράμα. Τον θέλω ψηλό -με τακούνι τον περνάω. Κατεβάζω καινούργια τραγούδια στο i-pod -πάλι τα άπαντα των Killers ακούω. Αλλά, δε με πειράζει. Φέρνει λίγο σε Dr.Jekyll και Mr.Hyde, μα δεν παύει να είναι διασκεδαστικό. Όπως αποδέχομαι τη διαφορετικότητα των γύρω μου, έτσι αποδέχομαι και τη διαφορετικότητα μέσα μου.

Και, ναι, ναι, ξέρω πως έχω ξεφύγει προ πολλού από το αρχικό θέμα και δηλώνω ευγνώμων που πρόκειται για το blog μου και όχι για έκθεση ιδεών -αυτό θα πει να βλέπεις το ποτήρι μισογεμάτο. Η προαναφερθείσα πολυμορφία που διέπει το γούστο μου, δε θα μπορούσε να μην αγγίζει και τον τρόπο, με τον οποίο απολαμβάνω τη μουσική. Μπορεί τη Δευτέρα να ακούω μόνο ελληνικά, την Τρίτη μόνο All-American Rejects, την επόμενη Δευτέρα μόνο τραγούδια των 90's -τέτοιες πρωτοτυπίες προστάζει η απαιτητική μου διάθεση. Όλες τις προηγούμενες γραμμές κι όλες όσες θ' ακολουθήσουν, τις εμπνεύστηκα από τον ενθουσιασμό που μου προκάλεσε η νέα μου ανακάλυψη. Σήμερα ακούω Ορέστη Ντάντο. Μία από τις λίγες φορές που το youtube μου έβγαλε suggestion της προκοπής. “Είναι κι άλλοι σαν εμάς”, “Όταν γυρνάς το βράδυ απ' τα ξενύχτια”, “Θα πάω όταν γουστάρω” -και δώς του να ενθουσιάζομαι μόνη μου σε ώρες μεταμεσονύκτιες/πρώτες πρωινές, με το εύλογο ερώτημα να λανθάνει στην απόλαυσή μου: “πώς γίνεται να μην ήξερα μέχρι σήμερα ΑΥΤΑ τα τραγούδια;”... Θα το ξεπεράσω. Και θα ακούω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια [και τα ίδια] τραγούδια, μέχρι να επέλθει η επόμενη αλλαγή στη διάθεσή μου -όποτε κι αν συμβεί αυτό.

Κατέληξα, πάντως, πως το γούστο κάθε ανθρώπου στη μουσική είναι σαν το δακτυλικό αποτύπωμα -μοναδικό- και πολύ περισσότερο σαν τη ζωή -απρόβλεπτο. Κατέληξα, επίσης, πως η μουσική είναι μεγάλος έρωτας. Και το τραγούδι που ακούω αυτή τη στιγμή, κεραυνοβόλος...

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Η μεγάλη νοσταλγία

Διαβάζω στο tvxs.gr ότι σαν σήμερα (αν και μάλλον, μόλις αναρτηθούν αυτές οι γραμμές, θα είναι σωστό το “σαν χθες”) γεννήθηκε ο Τάσος Λειβαδίτης, στις 20 Απριλίου του 1922. Ο ανατρεπτικός κι επαναστάτης Τάσος Λειβαδίτης, που μέχρι σήμερα, 88 χρόνια από τη γέννησή του και 22 από το θάνατό του, συνεχίζει να υπάρχει μέσα απ' τα ποιήματά του, εμπνέοντας διαχρονικά σεβασμό και παραδίδοντας μαθήματα ανθρωπιάς.
Και, σίγουρα, θα μπορούσα να κάνω πολλά σχόλια επί του συγκεκριμένου θέματος.
Ωστόσο, έχω μάθει πως τα σχόλια, αλλού είναι απαραίτητα κι αλλού περιττά. Και, μπροστά σε ένα ποίημα του Λειβαδίτη, ισχύει -αναντίρρητα- το δεύτερο...
Παραθέτω, λοιπόν, το “Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος” και το αφήνω να μιλήσει με μια φωνή πιο καθάρια και πιο δυνατή από τις περισσότερες -αυτήν την ποίησης.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ' τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ' ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα 'ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ' τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!

Υ.Γ. Στο εν λόγω ποίημα, το οποίω βρίσκω πάντα επίκαιρο, κάνω συχνά αναφορές και βρίσκεται μονίμως σε μια γωνίτσα του μυαλού μου. Θα το έλεγα το “αγαπημένο” μου του Λειβαδίτη. Αν χαρακτήριζα, όμως, "αγαπημένο" ένα ποίημα μεταξύ ποιημάτων που αγαπώ, δε θα 'ταν πλεοναστικό; Ας μείνει ως έχει, λοιπόν -άνευ σχολίου, πλην μετά πολλών συναισθημάτων. Έτσι πρέπει να είναι η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη...

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Με αγάπη.

Άτιμο πράγμα αυτή η Έμπνευση. Όταν τη χρειάζεσαι περισσότερο από ποτέ, σ' εγκαταλείπει και σε αφήνει ν' αναρωτιέσαι πώς να ξεσπάσεις και να εκτονωθείς.
Γιατί εγώ, έτσι εκτονώνομαι όταν είμαι σε ένταση -γράφοντας. Κάποτε, όμως, οι γραμμές δε λένε να γεμίσουν και το χαρτί παραμένει απελπιστικά λευκό, ήτοι απελπιστικά κενό.
Τη φωνάζω και την επικαλούμαι, μα δεν έρχεται. Μάλλον η Έμπνευση με προτιμά ήρεμη και χαμογελαστή -στη θλίψη δε με συντροφεύει. Τότε είναι που την έχω ανάγκη, όμως. Είναι, φαίνεται, πολύ δειλή η Έμπνευση.
Χωρίς αυτήν, η γραφή μου δεν έχει συνοχή, δεν έχει νόημα, ούτε καν κάποιο περιεχόμενο. Ξέρω πως αν ήσουν δίπλα μου, δε θα σε πείραζε αυτό. Ξέρω πως, μαζί σου, δε σκεφτόμουν τι θα πω ή πώς θα το πω. Μαζί σου δεν είχα ανάγκη την Έμπνευση. Ήσουν από μόνη σου έμπνευση -όχι για να γράφω, αλλά για να ζω.
Είναι λίγο, είναι πολύ λίγο να σου αφιερώσω λίγες μάταιες γραμμές. Δε με φοβίζει όμως αυτό, ούτε με ανησυχεί. Γιατί σε αγάπησα όσο με αγάπησες, σε αγαπώ και θα σε αγαπώ όσο ζω. Το ήξερες -πόσο με ηρεμεί ότι το ήξερες! Και το πιστεύω πως κάπου, εκεί πάνω, υπάρχεις και εξακολουθείς να το ξέρεις.
Μη λυπάσαι για τη λύπη μου -την προκαλεί η νοσταλγία και το ότι μου λείπεις ήδη αφόρητα. Σταδιακά, όμως, ο χρόνος θα μεταμορφώσει το ασχημόπαπο του πόνου στον κύκνο των αναμνήσεων και της δημιουργίας. Όσο βρίσκεσαι στην καρδιά και το μυαλό μου, θα βρίσκεσαι και στη ζωή -και, πίστεψέ με, θα σε κρατήσω εδώ για πάντα. Κι έχεις τη μορφή που σου αξίζει -την εξιδανικευμένη. Έχεις αφήσει ένα κομμάτι σου μέσα μου -κι έχεις πάρει ένα δικό μου μαζί σου.
Αν, από τις αμέτρητες ευχές που μου έχεις δώσει, πραγματοποιηθούν έστω οι μισές, θα είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου -μια ευτυχία, για την οποία έχεις μεριμνήσει σε μεγάλο βαθμό, τα τελευταία δεκαεννιά χρόνια.
Σε κάθε χαμόγελο, σε κάθε σκίρτημα της καρδιάς, σε κάθε όμορφη μέρα, θα είσαι μαζί μου. Θα είσαι εδώ.
Να προσέχεις εκεί πάνω...

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

...'Η να σ' το ζωγραφίσω;

Οι Κινέζοι λένε ότι μία εικόνα είναι χίλιες λέξεις -πληροφορία ιδιαίτερα χρήσιμη όταν στερεύει κανείς από λόγια. Και στη δική μου περίπτωση, αυτό συμβαίνει συχνά.

Δεν πιστεύω ότι το να μην έχεις κάτι να πεις συνεπάγεται τη μη αντίληψη όσων άκουσες ή την αδυναμία μετατροπής των σκέψεών σου σε λόγια. Όχι πάντα, τουλάχιστον. Εν ανάγκη, άλλωστε, καθένας μπορεί να “βγάλει” το ρήτορα που κρύβει μέσα του. Θεωρώ, όμως, ότι πολλές φορές τα λόγια αλλοιώνουν το περιεχόμενο -αλλοιώνουν το συναίσθημα, την άποψη, την κρίση. Ίσως γι' αυτό να τα προτιμώ μετρημένα. Ίσως γι' αυτό να επιλέγω τη σιωπή έναντι μιας ανολοκλήρωτης -ακόμη και στο ίδιο μου το κεφάλι- ιδέας.

Κάποια πράγματα, δεν περιγράφονται με λόγια. Ανεξάρτητα από το αν τα τελευταία μπορούν να προσαρμοστούν στην επιδιωκόμενη γλαφυρότητα, λιτότητα, δραματική διάθεση ή συναισθηματική φόρτιση του υποκειμένου.

Μια ανάμνηση είναι πάντα ισχυρότερη ως γεγονός. Τα υπόλοιπα αποτελούν απλά απόπειρες υποκατάστασης των χαμένων στιγμών και περιστασιακής τους αναβίωσης.
Μια στάση ζωής είναι πάντα περισσότερο αποδεκτή, όταν εκείνος που την πρεσβεύει την ακολουθεί και δε μένει στην απλή παρουσίασή της -όσο πλήρης και παραστατική κι αν είναι η τελευταία.
Μια υπόσχεση δεν αγγίζει την τελείωση, παρά μόνο με την εκπλήρωσή της -διαφορετικά, μετουσιώνεται σε αερολογία.

Ναι, οι πράξεις είναι δυνατότερες από τα λόγια. Κι αυτό γιατί έρχονται να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν τα λόγια, που γι' αυτές και μόνο, μπήκαν σε μια σειρά κι εκφράστηκαν.

Όταν όμως πρόκειται για συναισθήματα, η έκφραση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αυτής ύπαρξης τους. Και, στην περίπτωση αυτή, τίποτα δεν είναι αρκετό -ούτε τα έργα από μόνα τους. Γιατί, η ανάγκη για έκφραση ποτέ δεν ικανοποιείται στο έπακρο -ή έκφραση, εξάλλου, δεν έχει όρια.

Τα λόγια αποτελούν, σαφώς, μια μορφή έκφρασης -όχι, όμως, τη μοναδική. Κι όταν αυτά φαντάζουν ανεπαρκή, τότε επιστρατεύονται άλλοι τρόποι έκφρασης. Γι' αυτό, ό,τι δεν μπορείς ή δε θες να πεις με λόγια, πες το μ' ένα στίχο, με μια εικόνα, με μια γνώριμη μελωδία, μ' ένα παλιό ρεφραίν. Η λακωνικότητα είναι αρετή και έγκειται στην κρίση μας το πότε οι περιστάσεις την επιβάλλουν. Δεν επιβάλλεται, όμως, την ίδια ώρα και η απουσία της έκφρασης. Γιατί, δε νοείται ζωή δίχως έκφραση. Απλώς, ξεχνάμε κάποιες φορές την πολυμορφία των εννοιών που συναπαρτίζουν τη ζωή μας και τη δημιουργικότητα που απορρέει από κάθε έμπνευση της στιγμής.

Κάτι ανάλογο θα εννοούσε ο Πλάτωνας, υποστηρίζοντας πως “με το άγγιγμα της αγάπης, ο καθένας γίνεται ποιητής”...

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

April Fools' Day (an ordinary day...)

1η Απριλίου, σήμερα. Είθισται τα καλοπροαίρετα ψέματα να “επιτρέπονται” κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Το συγκεκριμένο έθιμο έχει τις ρίζες του στη Γαλλία του 16ου αιώνα. Ειδικότερα, μέχρι το 1564, οι Γάλλοι θεωρούσαν ως πρωτοχρονιά την 1η Απριλίου. Όμως, επί βασιλείας Καρόλου του 9ου, η αρχή του έτους “μετατοπίστηκε” στην 1η Ιανουαρίου. Η εν λόγω αλλαγή δεν έγινε δεκτή από όλους τους πολίτες, οπότε κάποιοι εξακολούθησαν να θεωρούν την 1η του Απρίλη ως αφετηρία του νέου έτους. Οι υπόλοιποι, εμπαίζοντας τους αντιδραστικούς συμπολίτες τους, τους έστελναν την πρωταπριλιά πρωτοχρονιάτικα δώρα, συνήθεια, η οποία σταδιακά καθιερώθηκε και αποτελεί σήμερα το γνωστό σε όλους έθιμο της Πρωταπριλιάς.

Με βάση μία άλλη εκδοχή, η απαρχή του εθίμου οφείλεται στους Κέλτες ψαράδες. Η εποχή του ψαρέματος, ξεκινούσε την 1η Απριλίου, οπότε τα ψάρια πιάνονται δύσκολα. Οι ψαράδες όμως, ανεξαρτήτως των πραγματικών αποτελεσμάτων των προσπαθειών τους, ισχυρίζονταν -ψευδώς- πως είχαν πιάσει πολλά ψάρια. Κάπως έτσι, η συνήθεια αυτή εξελίχθηκε στο έθιμο της πρωταπριλιάς.

Και σκέφτομαι... Για να φαινόταν τόσο αξιοσημείωτο ένα ψέμα (όποια από τις δύο προηγούμενες ιστορίες κι αν πάρουμε ως γνώμονα), θα πρέπει η ειλικρίνεια να ήταν ο κανόνας. Σήμερα, όμως, η ειλικρίνεια είναι η εξαίρεση. Η πρωταπριλιά, απλώς “νομιμοποιεί” παροδικά τα ψέματα και δη τα αθώα ψέματα. Ψέματα ενδεδυμένα με το περίβλημα του αστεϊσμού, που δεν έχουν σκοπό να βλάψουν κάποιον. Ψέματα που αποσκοπούν στο γέλιο και όχι στην εκμετάλλευση του άλλου.

Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, συνηθίζεται να περιλαμβάνουν στην πρωταπριλιάτικη θεματολογία τους, κάποιο ψέμα, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία με το πνεύμα της ημέρας. Κάποιο μικρό ψέμα, ανάμεσα στα μεγάλα. Κάποιο αθώο, ανάμεσα στα ένοχα. Κάποιο αστείο, ανάμεσα στα σοβαρά. Ένα διάλειμμα από την παραπληροφόρηση.

Νομίζω πως το έθιμο της πρωταπριλιάς ηχεί ειρωνικό στ' αυτιά μου. Γιατί ολόκληρη η κοινωνία έχει μετατραπεί σε μια παραμορφωμένη πρωταπριλιά. Έχουμε εκπαιδευτεί στα ψέματα. Να τα λέμε, να τα κάνουμε να φαντάζουν αναντίρρητη πραγματικότητα, να τα δεχόμαστε άβουλα, χωρίς ίχνος κριτικής σκέψης, αμφισβήτησης ή, έστω, αμυδρής αμφιβολίας.

Μόνο την πρωταπριλιά είμαστε υποψιασμένοι ότι θα ακούσουμε ψέματα -την ημέρα που αυτά μας βλάπτουν λιγότερο απ' ό,τι όλες τις υπόλοιπες του χρόνου. Δε λέω ότι συνιστώ την καχυποψία ως σύμμαχό μας στην καθημερινότητα -αυτό θα ήταν το άλλο άκρο. Και ποτέ δεν εμπιστεύομαι τα άκρα. Ίσως, όμως, φταίμε. Όχι “ίσως”. Απλά φταίμε. Γιατί κάθε μήνυμα έχει έναν πομπό κι έναν δέκτη. Ως δέκτες, δεν αντιδράμε απέναντι στο μήνυμα, δεν το απωθούμε, ούτε καν το επεξεργαζόμαστε. Κυρίως, όμως, δεν βρίσκουμε το θάρρος να λάβουμε κι εμείς τη θέση του πομπού και να γίνουμε κάποτε τα υποκείμενα στο χάος των προτάσεων που μας θέλουν αντικείμενα (ή που, ακόμη χειρότερα, χρησιμοποιούν αμετάβατα ρήματα, λειτουργώντας για εμάς χωρίς εμάς). Πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που εκμεταλλεύονται την αδυναμία σου. Οι ίδιοι που αποτελούν αφορμές για να δείξεις τη δύναμή σου...

Ίσως ξέφυγα λιγάκι από το θέμα. Υποθέτω, όμως, πως αυτό έγινε επειδή -φύσει αντιδραστική- θέλησα, την ημέρα που γιορτάζουμε το επιτηδευμένο ψέμα, να εκφράσω κάποιες ανεπιτήδευτες αλήθειες μου...

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

We'll always have Paris.

Ο τίτλος ενός κειμένου πρέπει να είναι σαφής, σύντομος και περιεκτικός. Πρέπει να προϊδεάζει τον αναγνώστη για το περιεχόμενο του κειμένου, να αναφέρεται σε αυτό, να αποτελεί ένα μικρό σχόλιό του ή, έστω, να το υπονοεί.

-Θέλω αυτόν τον τίτλο.
Έτσι, απλά.
Αλλά...
-Γίνεται να έχεις έναν τίτλο, χωρίς να έχεις ένα κείμενο;
Ούτε καν μια ιδέα;
Μια σκέψη;
Μια έμπνευση της στιγμής, ίσως;
-Γίνεται. Έχω τον τίτλο μου. Αρκεί;
-Δεν αρκεί.


Δεν έχω μια ιστορία, στην οποία να ταιριάζει -αυτό όμως δεν τον διώχνει από το μυαλό μου.
Θα μπορούσα να φτιάξω μία, αλλά αυτό θα ήταν τόσο ανούσιο, όσο το να συνδυάσω βεβιασμένα τον τίτλο μου με μία ελάχιστα σχετιζόμενη με αυτόν, πραγματική μου εμπειρία.


Δεν έζησα τη δική μου Casablanca, ούτε το απόγειο του ρομαντισμού, ούτε όλο αυτό το μελόδραμα. Δεν ξέρω αν θα τα ζήσω -δεν ξέρω αν τα χρειάζομαι.


Και δεν μαγεύομαι από το κλίμα. Δεν μαγεύομαι από την σκηνοθεσία του τότε, ούτε από τα εντυπωσιακά κοστούμια.


Μαγεύομαι μόνο από πέντε λέξεις.
Γιατί παλεύω μια ζωή να μαζέψω τις σκέψεις μου σε λόγια -κι αυτά ή δεν αρκούν ή περισσεύουν.
Κι έρχεται αυτή η φράση, σύντομη όσο μια εκπνοή, μα τόσο γεμάτη.
Πέντε λέξεις. Πώς γίνεται μια ολόκληρη ιστορία να χωρά σε πέντε λέξεις;
Καταιγισμός συναισθημάτων κι ένα μεθυστικό άρωμα νοσταλγίας -έτσι μεταφράζω αυτήν την ατάκα. Αυτά μου φέρνει στο νου. Και, πάντα, ένα χαμόγελο στα χείλη.


Θέλω λίγη μόνο από τη μαγεία της. Γι'αυτό και μόνο, τη δανείζομαι και την κάνω τίτλο. Ίσως, μόνο έτσι να αξίζει να χρησιμοποιείται -αυθύπαρκτα.


“Θα έχουμε πάντα το Παρίσι.”

Πώς νιώθουμε παράφορα...Πώς ζούμε έτσι αδιάφορα...

“Δε θέλω να πικραίνεσαι τις Κυριακές τα βράδια... Χωρίς αυτή τη σκοτεινιά, τα χρόνια μένουν άδεια.”

Νομίζω ότι αυτό το -ούτως ή άλλως μοναδικό- τραγούδι του Μάλαμα, το εκτιμώ διπλά όταν το ακούω Κυριακή. Ίσως αυτό να με καθιστά κάπως κλισέ -εξάλλου, ως γνήσια αντιδραστική, αρνούμαι πεισματικά να ακούσω Παρασκευή το “Friday I'm in love” των Cure. Με αυτό το τραγούδι όμως, ξεχνάω τέτοιου είδους -αλλόκοτες, ας το πούμε ανοιχτά- αναστολές και αφήνω κάθε στίχο να μιλήσει στην κυριακάτικη μελαγχολία μου.

Απ' την άλλη, δεν είναι ακόμα βράδυ, ούτε έχει σκοτεινιά. Αντιθέτως, ο ήλιος υπάρχει έξω από το παράθυρό μου, θυμίζοντάς μου ότι έχει έρθει η άνοιξη. Η σκοτεινιά, όμως, δε φεύγει από μέσα μου. Έχει εγκατασταθεί στο μυαλό και την ψυχή μου, θυμίζοντάς μου πως μια ηλιόλουστη μέρα, δε συνεπάγεται μια ηλιόλουστη διάθεση. Και, σίγουρα, δε συνεπάγεται μια ηλιόλουστη ζωή.


Ο ήλιος λάμπει. Λάμπει το ίδιο για όλους; Διαβάζω το σημερινό κομμάτι της Αυγής για τον Μάριο Ζέρβα.

Πόση αδικία μπορεί να χωρέσει σε ένα γεγονός;


Πόσο κατάφωρη ειρωνεία ηχεί στα αυτιά μου το ότι στη σχολή μου μαθαίνουμε για το Δίκαιο;


Μιλάμε για Δικαιοσύνη και Δικαιοσύνη δε βλέπουμε. Ούτε καν ένα ψήγμα της, παρά μόνο μια επίφασή της, που δεν ξεγελά ούτε τον πιο αφελή.


Νιώθω παγιδευμένη σε ένα αενάως αναπτυσσόμενο οξύμωρο σχήμα, που αντί να αρθεί, επιτείνεται.


Και δε θέλω να μείνω με σταυρωμένα τα χέρια. Θέλω να προσφέρω κάθε μέρα και κάτι παραπάνω.
Γιατί ονειρεύομαι έναν κόσμο ελεύθερο, με την ουσιαστική σημασία της λέξης.
"Λευτεριά σε όλους, είτε είναι μέσα είτε έξω από τη φυλακή" -έτσι είπε ο Μάριος. Και το έθεσε πολύ σωστά.


Γιατί, όπως μου είπαν κάποτε, η μεγαλύτερη πλάνη είναι να νομίζεις ότι είσαι ελεύθερος...
 

Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Οι Μεγάλες του Εθνικισμού Παρελάσεις.

Είμαι κατά των παρελάσεων. Ανέκαθεν ήμουν και θα είμαι όσο υπάρχουν.

Ευτυχώς, όταν ήμουν παιδάκι, εκεί τεσσάρων-πέντε χρονών, οι γονείς μου, έχοντας ανάλογες αντιλήψεις με τις σημερινές δικές μου, δε με έτρεχαν σε παρελάσεις, δε μου έδιναν χάρτινη σημαιούλα να κουνάω πέρα-δόθε, ούτε το θεώρησαν ποτέ ως αναπόσπαστο κομμάτι της διαπαιδαγώγησής μου. Και, εκ των υστέρων, τους ευχαριστώ. Αυτήν την παρέκβαση, την έκανα για να δικαιολογήσω αυτό το "ανέκαθεν" που ηχεί υπερβολικό συνοδεύοντας τα μόλις δεκαεννιά μου χρόνια. Και, για να είμαι ακριβής, ίσως στην αρχή να μην τις αντιπαθούσα και να ήμουν απλά απαθής. Έστω. Η μνήμη μου δε με βοηθά ως προς αυτό και, μάλλον, δεν έχει τόση σημασία.

Σημασία έχει ότι από τη στιγμή που άρχισα να καταλαβαίνω τι μου γίνεται, να διαβάζω βιβλία πέραν των σχολικών και να μην ρουφάω σαν σφουγγάρι (Αυτήν την παρομοίωση χρησιμοποιούν στα σχολεία, ότι ο παιδικός νους είναι σαν ένα σφουγγάρι! Πόσο άστοχο: τα σφουγγάρια δε διαθέτουν κρίση! Έτσι θέλουν να μας κάνουν;) τις πληροφορίες, τάχθηκα εναντίον των παρελάσεων. Δεν ήταν και δύσκολο: Ακολουθώντας το πρότυπο του Μουσολίνι και του Χίτλερ, που θέλησαν να διδάξουν στους νέους τη στρατιωτική πειθαρχία, το εθνικιστικό φρόνημα και την ανάπτυξη μιας υπακοής στους ισχυρούς, ο Μεταξάς καθιέρωσε τις μαθητικές παρελάσεις. Μετά την "πολύ όμορφη" κατ'αυτόν, παρέλαση, της 25ης Μαρτίου 1940, γύρισε σπίτι του και έγραψε στο ημερολόγιό του: "Θα υπάρχει, άραγε, τίποτα απ' όλα αυτά όταν πεθάνω;". Και να που υπάρχει.

Γιατί, λοιπόν, οι "Ελληνάρες" μου λένε πως δεν είμαι υπερήφανη για τη χώρα μου όταν λέω πως οι παρελάσεις είναι κατάλοιπο δικτατορίας; Γιατί θεωρείται υπερβολή η λέξη "μιλιταρισμός", αφού για μιλιταρισμό μιλάμε; Στρατιωτάκια δεν είναι οι μαθητές όσο παρελαύνουν; Δε συμμετέχουν σε μία αμιγώς στρατιωτική διαδικασία με έναν αμιγώς στρατιωτικό τρόπο (υπερήφανος, ρυθμικός βηματισμός και τα συναφή); Γιατί δεν εντοπίζονται οι κραυγαλέα εμφανείς διακρίσεις (διάκριση ανάλογα με την απόδοση κάθε μαθητή, χωρισμός σε αγόρια-κορίτσια, ίδια ενδυμασία, ομοιόμορφη κατανομή βάσει του ύψους κλπ.);

Πώς γιορτάζουμε την ελευθερία, γιορτάζοντας την ΕΝΑΡΞΗ ενός πολέμου (αφήνω απ' έξω τα όποια αίτια και σκοπούς και κρατώ τη γενική αυτήν εικόνα); Πώς συνδέεται ο μιλιταρισμός, ο εθνικισμός και οι προαναφερθείσες διακρίσεις, με την ειρήνη και τη δημοκρατία;

Όσο για τους μαθητές που συμμετέχουν στις παρελάσεις, μπορώ να πω με σιγουριά, ότι πολλοί από αυτούς δε γνωρίζουν καν τις συνθήκες/στοιχεία κάθε επετείου ή τα ξέρουν επιδερμικά ή τα έχουν μάθει λανθασμένα. Και δε φταίνε οι ίδιοι, αλλά το εκπαιδευτικό σύστημα, που θέτει ως προτεραιότητα τις πρόβες για την καθιερωμένη παρέλαση και στη συνέχεια την παρέλαση καθεαυτή. Μια παρέλαση που γίνεται, όπως πολλά πράγματα στην Ελλάδα του σήμερα, για το "φαίνεσθαι". Ποιο σχολείο θα έχει τα περισσότερα παιδιά, ποιοι γονείς θα καμαρώσουν το παιδί τους σημαιοφόρο, ποιος θα περπατήσει πιο αγέρωχα. Κάθε ώρα και λεπτό που αφιερώνονται στους σκοπούς αυτούς, θα μπορούσαν εναλλακτικά να αφιερωθούν σε διδασκαλία, προβολές, ομιλίες για το τι -πράγματι- συνέβη τότε, πώς και γιατί συνέβη. Πρόκειται για μια διαμάχη μεταξύ γνώσης και αυτοπροβολής. Μια διαμάχη μεταξύ επιβεβλημένων πληροφοριών και κριτικής σκέψης.

Όλα αυτά, μου έχουν προκαλέσει τα συγκεκριμένα αρνητικά συναισθήματα απέναντι στις παρελάσεις. Όμως, το κείμενο του Δημήτρη Αγγελίδη, που διάβασα χθες στην "Ελευθεροτυπία", ήταν ίσως το κερασάκι στην τούρτα του εθνικισμού. Παρακολούθησα το βίντεο που συνόδευε το κείμενο στο site της εφημερίδας και ένιωσα μόνο ΝΤΡΟΠΗ. Είναι δυνατόν, εν έτει 2010, να ακούγονται συνθήματα όπως «Ελληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι ποτέ, το αίμα σου θα χύσουμε, γουρούνι Αλβανέ»,«Θα γίνει μακελειό, μετά θα εκδικηθώ, όταν θα προσκυνήσετε σημαία και σταυρό», «Τους λένε "Σκοπιανούς", τους λένε Αλβανούς, τα ρούχα μου θα ράψω με δέρματ' απ' αυτούς»;

Τα σχόλιά μου είναι τα εξής: Πέραν του ότι θίγεται η προσωπικότητα ανθρώπων διαφορετικής καταγωγής από τη δική μας, πέραν του ότι θίγεται η τιμή και η υπόληψή τους, υποβιβάζονται με το χειρότερο τρόπο και με λόγια που δεν αρμόζουν σε μια σύγχρονη, δημοκρατική κοινωνία, αλλά σε μια κοινωνία πρωτόγονη.

Για το "Σκοπιανοί", θα χρησιμοποιήσω το σχόλιο μιας καθηγήτριάς μου στη σχολή, ότι όσοι το λένε, σίγουρα δε θα ήθελαν να αποκαλούσαν τους ίδιους, με αντίστοιχο τρόπο "Αθηναίους".

Περαιτέρω, μιλάμε για αιματοχυσία, για γδάρσιμο, εκδίκηση και προσκύνημα θεοποιημένων συμβόλων (αλήθεια, ας μας πουν οι θρησκόληπτοι κύριοι που κάνουν λόγο για "σταυρό", το "αγαπάτε αλλήλους", γιατί πήγε περίπατο;).

Να θυμίσω ότι όταν τέθηκε το ζήτημα του περιβόητου εξωφύλλου του γερμανικού Focus, ακούστηκαν πολλά και διάφορα για την πρωτοβουλία αυτή των Γερμανών, οι άνθρωποι το πήραν προσωπικά και εξεγέρθηκαν. Σε κάθε περίπτωση, η φωτογραφία που αποτέλεσε την πέτρα του σκανδάλου, απεικόνιζε κάτι το άψυχο, ανεξαρτήτως του τι σημαίνει και αντιπροσωπεύει αυτό για τον καθένα. Όταν ακούστηκαν τέτοιου είδους συνθήματα για ανθρώπους, με ψυχή και αισθήματα, πώς πρέπει οι τελευταίοι να αντιδράσουν;

Όσο για το "Έλληνας γεννιέσαι, δε γίνεσαι ποτέ", τολμώ να πω ότι, όχι, εγώ ΤΕΤΟΙΑ Ελληνίδα δε θέλω να είμαι, ασχέτως του ότι "γεννήθηκα" Ελληνίδα. Και, πάνω στο ίδιο σύνθημα, αναρωτιέμαι: Άνθρωπος γίνεσαι;

Ντρέπομαι που έχει δημιουργηθεί group στο facebook, με τίτλο "ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟ ΤΩΝ Ο.Υ.Κ ΠΟΥ ΦΩΝΑΞΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ", με 3.500 μέλη. Ποια τιμή, ποια δόξα και -κυρίως- ποια πατρίδα; Όποιος ονομάζει συνειδητά τα γεγονότα, ένδειξη πατριωτισμού, πρέπει να έχει πολύ, μα πολύ φτωχό λεξιλόγιο ή άκρατο εθνικισμό/φανατισμό. Διότι, όχι απλά δεν πρόκειται για πατριωτισμό, αλλά προηγούνται πολλοί άλλοι -εύστοχοι- χαρακτηρισμοί, που μάλλον αντίθετοι είναι του προαναφερθέντος.

Ντρέπομαι, για την αναμενόμενη πλην εξωφρενική τοποθέτηση του Λ.Α.ΟΣ.: "αυτοί, οι οποίοι διακινδυνεύουν καθημερινά τη σωματική τους ακεραιότητα για την τιμή της Πατρίδας, διώκονται, γιατί χρησιμοποίησαν συνθήματα που μέχρι πρότινος αποτελούσαν τη σημαία του Έθνους". Δε θα μπω στον κόπο να σχολιάσω τα περί "σημαίας του Έθνους", ούτε θα κάνω νύξη στην κοινή λογική, απλά, ας τους ενημερώσει κάποιος, τουλάχιστον, για τον αντιρατσιστικό νόμο [ Ν.927/1979 (τροπ. 1419/1984)], έτσι, για να μην εξεγείρονται που "αδικούνται" οι "τιμητές" της Ελλάδας.

Ντρέπομαι που κάποιοι επικρότησαν με χειροκροτήματα αυτήν την κίνηση των Ο.Υ.Κ. Ντρέπομαι που πολλούς τους βρίσκει σύμφωνους. Ντρέπομαι που πολλοί ένιωσαν έτσι περισσότερο Έλληνες -γιατί εγώ ένιωσα λιγότερο.

Κυρίως, όμως, ντρέπομαι για όσους σιωπούν. Γι' αυτό, στη θέα των προαναφερθέντων περιστατικών, υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως ποτέ -ποτέ δε θα σιωπήσω απέναντι σε ό,τι με βρίσκει αντίθετη. Διαφορετικά, θα καταλήξω να ντρέπομαι και για μένα την ίδια.


ΥΓ. Το κείμενο που σίγουρα δίνει τροφή για σκέψη και εγείρει ερωτήματα που αφορούν σε περισσότερες ημέρες, πέραν της 25ης του Μάρτη:  http://www.enet.gr/?i=news.el.ellada&id=145379

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

The 24-hour plays

Τρίτη, 23 Μαρτίου 2010 -Θέατρο Χώρα.

Η πρώτη φορά που πήγα μόνη μου στο θέατρο.  Ήθελα όμως τόσο πολύ να δω την παράσταση αυτήν, που δε με πτόησε τίποτα. Εμπειρία.

Όπως, εμπειρία αποτέλεσε και η παράσταση καθεαυτή.

6 συγγραφείς, 6 σκηνοθέτες, 20 ηθοποιοί και μόλις 24 ώρες για να δημιουργήσουν από το μηδέν μια θεατρική παράσταση, αποτελούμενη από έξι μονόπρακτα, των 15-20 λεπτών.Ο εικοσιτετράωρος μαραθώνιος των συντελεστών ξεκίνησε το βράδυ της Δευτέρας, όταν συγκεντρώθηκαν όλοι στο θέατρο Χώρα. Οι ηθοποιοί είχαν φέρει μαζί τους ένα αντικείμενο και ένα κοστούμι, που αποτέλεσαν την πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς, οι οποίοι διάλεξαν 3-4 ηθοποιούς για το δημιούργημά τους. Ηθοποιοί και σκηνοθέτες αποχώρησαν και οι συγγραφείς άρχισαν αμέσως να γράφουν, αφού είχαν χρόνο μέχρι τις 6 το πρωί της Τρίτης!

Στις 8 το πρωί, οι σκηνοθέτες έφθασαν στο θέατρο και επέλεξαν το κείμενο που ήθελαν να σκηνοθετήσουν, χωρίς να γνωρίζουν ούτε το συγγραφέα, ούτε και τους ηθοποιούς, ώστε να μην επηρεαστούν καθόλου. Στις 9, με την άφιξη και των ηθοποιών, ξεκίνησαν οι πρόβες, που διήρκεσαν μέχρι αργά το απόγευμα.

Δώδεκα ώρες αργότερα -και, βέβαια, 24 ώρες μετά την πρώτη συνάντηση των συντελεστών- η αυλαία έπεσε και η παράσταση παρουσιάστηκε στο κοινό για πρώτη και τελευταία φορά -ίσως αυτό ήταν και το πιο ενδιαφέρον.

Το πρώτο μονόπρακτο, που έθεσε τον πήχυ ψηλά για τα υπόλοιπα, ήταν αυτό της Λένας Διβάνη, με τίτλο “Ιουλιέτα Καπουλέτι- Καρακωνστάνογλου”, σε σκηνοθεσία Βαρδή Μαρινάκη. Πρωταγωνίστησαν οι: Δήμητρα Ματσούκα, Θάνος Αλεξίου και Πέπη Μοσχοβάκου, με ερμηνείες που εξασφάλισαν την προσοχή του κοινού και χάρισαν γέλιο σε πολλά σημεία του έργου.

Η συνέχεια ήταν εξίσου δυναμική με την αρχή: Το “Dream a Little Dream of Me” του Αλέξη Σταμάτη, κράτησε σε αγωνία τους θεατές ως το τελευταίο λεπτό. Η λύση του μυστηρίου που ταλάνιζε σε όλο το έργο πρωταγωνιστές και κοινό, έφερε στο φως τραγικά γεγονότα, που όμως ενδύθηκαν το γλυκό περίβλημα ενός γνώριμου τραγουδιού. Το έργο ήταν σε σκηνοθεσία Έκτορα Λυγίζου, με τους Δημήτρη Μακαλιά, Μιχάλη Οικονόμου, Δανάη Παπουτσή.

Ακολούθησε το “Για Χαστούκια” του Χρήστου Χωμενίδη, το οποίο σκηνοθέτησε η Μαρία-Λουϊζα Παπαδοπούλου. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έκλεψε την παράσταση με μια εξαιρετική ερμηνεία. Μαζί του, η Σύνθια Μπατσή και η Yukiko Κροντηρά.

Μετά το σύντομο διάλειμμα, ακολούθησαν τα τρία ακόμη μονόπρακτα.

Σειρά είχε το “Pop” του Γιώργου Ηλιόπουλου, με τους Χριστίνα Κωστάκου, Έλενα Μαυρίδου, Ειρήνη Μπαλτά, Γιώργο Πούλη, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη. Το κείμενο του Γιώργου Ηλιόπουλου είχε σκοπό να περάσει σημαντικά μηνύματα, προτρέποντας έμμεσα το θεατή να ψάξει πίσω από τις λέξεις, τους διαλόγους και την εικόνα.

Προτελευταίο στη σειρά, πρώτο όμως στις δικές μου εντυπώσεις, “Το σύνδρομο Μποαμπντίλ” του Απόστολου Δοξιάδη. Το έργο σκηνοθέτησε η Γιολάντα Μαρκοπούλου και πρωταγωνίστησαν οι: Μάνος Κανναβός (δεν θα σχολιάσω τίποτα για την ερμηνεία του, ό,τι και να πω θα είναι λίγο -απλά συγκλονιστικός ηθοποιός), Δανάη Σκιάδη, Κατερίνα Μισιχρόνη και Μαρία Τσαρούχα (σε κάποια σημεία συγκινητική!). Ίσως το πληρέστερο από όλες τις απόψεις έργο της βραδιάς (εντούτοις, γούστα είναι αυτά και περί ορέξεως... -αν σε όλους άρεσαν τα ίδια, η ζωή θα ήταν υπερβολικά μονότονη).

Η ενδιαφέρουσα αυτή βραδιά, έκλεισε με το έργο του Βασίλη Κατσικονούρη, “Η μέρα που πέθανε ο Έλβις”. Πολύ καλές οι ερμηνείες των τριών ηθοποιών (Τάσος Πυργιέρης, Κώστας Φλωκατούλας, Μαρία Τσιμά), όπως και η σκηνοθεσία του Σίμου Κακάλα.

Αυτό ήταν, εν ολίγοις, το περιεχόμενο του 24-hour plays, το οποίο σίγουρα δεν περιγράφεται σε λίγες μόνο γραμμές. Η παρακολούθηση της παράστασης -και, σίγουρα, ακόμη περισσότερο η δημιουργία της από τους συντελεστές- ήταν κάτι μοναδικό.

Ήταν 24 ώρες, στις οποίες συνοψίστηκαν και προβλήθηκαν τα ωραία και τα δύσκολα της τέχνης: η πίεση, η δημιουργία, το παιγνιώδες στοιχείο της...

Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

Ακούω την αγάπη... Και δεν ακούω τις σκέψεις μου.

Έχει μπει στο repeat του μυαλού μου αυτό το τραγούδι και δε λέει να σταματήσει. Ίσως επειδή μου ταιριάζει ο ρόλος του ως κατάλληλου soundtrack αυτών των ημερών.
Ίσως γιατί κι εγώ...
Ακούω τους ανοιξιάτικους ήχους, που έφθασαν στην ώρα τους αυτή τη χρονιά.
Ακούω Τρύπες.
Ακούω τη μελωδία που λανθάνει πίσω από κάθε συναίσθημα.
Κυρίως όμως,
"ακούω την αγάπη και δεν ακούω τις σκέψεις μου".
Και μάλλον είναι καλύτερα έτσι. Αυτή η ανοιξιάτικη τάση του να αφαιρούμαι, δεν είναι πάντα κατακριτέα.
Γιατί συχνά οι σκέψεις μας και οι διεξοδικές μας αναλύσεις μπορούν να περιμένουν. Συνήθως, βέβαια, το ξεχνάμε αυτό -και το ξαναθυμόμαστε την άνοιξη.
Τα όνειρα είναι πιο γλυκά σε φόντο ανοιξιάτικο...

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

PACMAN -Θέατρο Χώρα

     Ομολογώ ότι πήγα να δω αυτήν την παράσταση για λάθος λόγους -ίσως σε μια πιο λίγο πιο επιτηδευμένη έκφανση του "είδα φως και μπήκα". Στο θέατρο όμως -και, γενικότερα, στην τέχνη- δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Επομένως, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος και παραμερίζοντας όλα τα υπόλοιπα -που δεν αποτελούν παρά το τεχνικό μέρος, εν προκειμένω και το περιττό- μπορώ να πω ότι η παράσταση με ενθουσίασε.
     Δεν ήταν αυτό που περίμενα -μάλλον γιατί η εικόνα του τι περίμενα ήταν ακόμη θαμπή και την ξεθόλωσε η παράσταση καθεαυτή πριν το επιχειρήσουν οι όποιες εικασίες μου. Και δεν ήταν αυτό που περίμενα, γιατί ήταν κάτι καλύτερο.
     Τέσσερις άνθρωποι στην Αθήνα του σήμερα, οι ζωές των οποίων κινούνται παράλληλα και, κάποιες φορές, τέμνονται, παρόλα αυτά ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του όσο προχωράνε τα επίπεδα του παιχνιδιού της ζωής. Μέσα από διαλόγους καθημερινούς και ζωντανούς, ο χαρακτήρας καθενός από τους ήρωες ξεδιπλώνεται και αποκαλύπτονται αδυναμίες, συμβιβασμοί, λάθη και μυστικά.
     Με τρόπο απλό, λοιπόν, μαρτυράται ο ρόλος των συμπτώσεων, η λεπτή γραμμή που χωρίζει θύτες και θύματα, οι ακρογωνιαίοι λίθοι των σημερινών σχέσεων, ο αντίκτυπος των "μεταξύ σοβαρού και αστείου" πράξεων και πρωτοβουλιών.
     Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργος Παλούμπης, εναρμονίζει το ρεαλισμό με το χιούμορ, χρησιμοποιώντας τα ως όπλα για μια απώτερη φιλοσοφική προσέγγιση της αλήθειας των ανθρώπινων σχέσεων. Οι τέσσερις πρωταγωνιστές (Μάνος Κανναβός, Θάνος Αλεξίου, Εκάβη Ντούμα, Ειρήνη Μαργαρίτη) επιβεβαιώνουν με τις εξαιρετικές τους ερμηνείες την υψηλή ποιότητα που ήδη εγγυήθηκε η "πρώτη ύλη" -το σενάριο και η σκηνοθεσία.

Μια παράσταση που ξεφεύγει από το κλισέ του να αποκρύπτει τα κλισέ μας...