Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

all this time I was finding myself

Σταθμός Λαρίσης, 14/12/2013. 22:20. Κάθομαι ακριβώς απέναντι από την ταμπέλα που γράφει "ΑΘΗΝΑ-ATHENS". Το τρένο θα έρθει σε μία ώρα. Και βάλε. Και ποιος ξέρει πότε θα φύγει! Θα είμαι Λάρισα τα ξημερώματα. Έχω στο στομάχι μου αυτόν τον κόμπο, όπως κάθε φορά πριν από κάποιο ταξίδι -μικρό ή μεγάλο. Κάνει κρύο, αλλά έχω ντυθεί καλά και δεν με πειράζει. Δίπλα μου κάθεται ένα ζευγάρι, γύρω στα είκοσι. Μιλούν δυνατά και ακούω τον διάλογο καθαρά, χωρίς να το προσπαθώ και χωρίς να το θέλω.

-Η Α. πάει στην Αγγλία τώρα.
-Τι πάει να κάνει;
-Εκεί είναι ο γκόμενός της.
-Ποιος είναι ο γκόμενός της;
-Γιατί, τον ξέρεις;
-Ο ...ο τέτοιος;
-Ο απαυτός.
-Αυτός που είχε στο λύκειο;
-Όχι, άλλος.
-Πόσων χρονών;
-Σαν εμάς.
-Και τι κάνει στην Αγγλία;
-Μένει εκεί για πάντα.
-Αλήθεια;
-Ναι.
-Και πότε τον βλέπει;
-Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι.
-Και γιατί τον έχει γκόμενο;
-Θες να τη ρωτήσουμε;

Και κάπου μου ήρθε η εικόνα της Α. και, χωρίς να την ξέρω, καταλαβαίνω ό,τι δεν μπορούν να καταλάβουν οι φίλοι της. Είναι από εκείνα που, αν δεν τα ζήσεις, δυσκολεύεται να τα συλλάβει ο νους. Είναι από τις ιστορίες όπου δεν πρωταγωνιστούν άνθρωποι, μα συναισθήματα. Λίγο ο σταθμός του τρένου, λίγο το ζευγάρι δίπλα μου που δεν νοιαζόταν για το κρύο ή την αναμονή -αρκεί που ήταν μαζί- λίγο η Α. με την επιμονή και την επιμονή της, κι ο νους μου φεύγει απ'τον σταθμό Λαρίσης, απ'την Αθήνα, απ'την Ελλάδα και ταξιδεύει εκεί όπου κατοικούν καιρό τώρα οι πιο όμορφες απ'τις μνήμες μου. Στιγμιαία, φοβισμένα -μη και ξεμείνει εκεί και μ'αφήσει μόνη. Πιο μόνη από τώρα.
Βάζω τα ακουστικά μου και ψάχνω βιαστικά κάποιο τραγούδι στο κινητό μου -όποιο να 'ναι. Ίσα-ίσα να μην ακούω το βουητό των τρένων, να μην ακούω τη συζήτηση των παιδιών δίπλα μου, να μη μάθω άλλα νέα της Α., να μη σε ψάξω πίσω απ'την αφήγηση για τους έρωτες που άντεξαν στον χρόνο και στα χιλιόμετρα. Να μη σε βρω.