Ο εικονιζόμενος τυπάκος μένει στο πρώτο στενό μετά το σπίτι μου. Είναι μεγάλος κι η ουρίτσα του είναι κομμένη, παρόλα αυτά δεν είναι φοβισμένος. Κάθεται, το πρωί νωρίς στην αυλή του και τρέχει να με χαιρετήσει πίσω απ'τα κάγκελα, και αργότερα τον αφήνουν να βγαίνει έξω και να κάνει βολτούλες στη γειτονιά. Συνήθως ψάχνει να βρει τη γωνιά που φωτίζεται περισσότερο απ'τον ήλιο και αράζει εκεί. Κοιτάζει με περιέργεια όσους περνούν από δίπλα του -κι όσους γνωρίζει πια, σηκώνεται να τους χαιρετήσει. Έτσι σηκώνεται κι όταν τον βλέπω πηγαίνοντας στη δουλειά ή επιστρέφοντας στο σπίτι. Κι όσο κι αν βιάζομαι, σταματώ να τον χαιρετησω. Κι εκείνος με ακολουθεί για μερικά βήματα κι ύστερα στέκεται και με κοιτάει μέχρι να στρίψω. Κι όλο ήθελα να τον βγάλω μια φωτογραφία κι όλο το ξέχναγα. Μα σημερα το θυμήθηκα -βιαστικά και γρήγορα, γιατί λίγο πιο πέρα ένας κύριος, με τον χαρτοφύλακά του στο χέρι, περίμενε να χαιρετήσει κι εκείνος τον αγαπημένο του γείτονα πριν πάει στη δουλειά. Ο φιλος μας, βλέπετε, βρισκει χρόνο κι αγάπη για ολους.