Η αγαπημένη μου εναλλαγή χρωμάτων στην πόλη ξεκινά στις 18:50 και διαρκεί μισή ώρα. Από τη στιγμή που ο ουρανός είναι ακόμη φωτεινός και τα πορτοκαλί φώτα του δρόμου ανάβουν πριν το σκοτάδι: προληπτικά, πλεοναστικά και καθησυχαστικά για κάθε περαστικό -οδηγό, ποδηλάτη, πεζό ή επιβάτη του παλιού και παραδοσιακού τραμ της πόλης. Από εκείνη τη στιγμή, που το γαλάζιο βαθαίνει και γίνεται μπλε και καθρεφτίζεται στα νερά, στα τζάμια και στα βλέμματα. Κι η πόλη πορτοκαλίζει αυτόφωτα και είναι ζεστή και γήινη και ζωντανή και ετερόφωτα ονειρική απ' το χρώμα και τους αντικατοπτρισμούς τ'ουρανού της.
Και θες να κρατήσεις στη σκέψη σου εκείνη τη στιγμή, εκείνο το χρωμα που μόνο βαθαίνει, την πόλη που μοιάζει καινούργια σε κάθε απόχρωσή του, τα πρόσωπα που εναλλάσσονται γρήγορα, όσο μια εκπνοή. Και θυμάσαι ότι οι πόλεις είναι φτιαγμένες από μικρές ιστορίες και προσπαθείς να φυλάξεις τις δικές σου και να φτιάξεις καινούργιες, τόσες που να χάνεις το μέτρημα. Κι αναρωτιέσαι πόσες ιστορίες μοιράζονται το ίδιο φόντο με τις δικές σου και πόσες ακόμη γεννιούνται αυτήν ακριβώς τη στιγμή -δίπλα σου, στην επόμενη στάση του τραμ ή σε τόπους που τώρα θα 'ναι ακόμη μεσημέρι και κάποιος ακόμη θα παρατηρεί τις ηλιαχτίδες που ακόμη δεν θα 'χουν κρυφτεί. Και κάπου, κάποιος, ψάχνει έμπνευση· από εκείνο το γαλήνιο φως, από την αρμονία των χρωμάτων κι απ' την πιο υπερρεαλιστική ανάμνηση.
Κι αναπνέεις πιο αργά και πιο συνειδητά και βγάζεις εκείνη τη φωτογραφία και φυλάς εκείνη τη σκέψη και ψάχνεις να βρεις ποιον ποιητή σου θυμίζει εκείνο το στιχάκι και αδυνατείς να καταλάβεις αν θολώνουν τα φώτα ή τα μάτια σου.