Γνώρισα τον Ντάνι στα 22 μου χρόνια, όταν εκείνος ήταν 34. Τότε δεν το γνώριζα και πάντα αναρωτιόμουν πώς ήταν δυνατόν να είχε τόσες σπουδές και εργασιακή εμπειρία και να με περνάει το πολύ έξι χρόνια -είχα θέσει ως ανώτατο όριο ηλικίας του τα είκοσι-οκτώ.
Δεν είχε σημασία. Σημασία είχε ότι από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα στον ΜΚΟ, όπου εργαζόταν ως δικηγόρος, και μου ανατέθηκε να εργασθώ μαζί του, συνειδητοποίησα πόσα θα μάθαινα από εκείνον. Όπως και έγινε. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμη την εξαιρετικά μεγάλη τύχη μου να μοιρασθώ το ίδιο γραφείο μ'εκείνον. Ευτυχώς, το αντιλήφθηκα γρήγορα: χάρη σε κάθε συνάντηση με κάποιον αιτούντα άσυλο, την οποία μου επέτρεπε να ακούω, κάθε συνέντευξη στο Υπουργείο Εξωτερικών, στην οποία μου πρότεινα να παρευρεθώ, κάθε χαμόγελο όταν με καλημέριζε.
Ο Ντάνι έφυγε από τη ζωή την περασμένη Κυριακή. Μόλις στα 37 του χρόνια. Μόλις μετά από 5 μήνες ασθένειας. Αλλά -το είπα και νωρίτερα- οι αριθμοί δεν έχουν σημασία. Μοιάζει να σε πονάνε περισσότερο, μα, αν άλλαζαν, δεν θα πονούσα λιγότερο και το ξέρω -ούτε περισσότερο, γιατί ξέρω πως δεν γίνεται. Κι έχω τόσες σκέψεις και τόσα συναισθήματα, που δεν χωράνε σ'αυτές τις γραμμές. Πρωτίστως επειδή γράφω χωρίς, ακόμη, να συνειδητοποιώ πως δεν πρόκειται για ένα κακό όνειρο, αλλά για την οδυνηρότερη πραγματικότητα.
Ο Ντάνι δεν ήταν η ασθένειά του. Ούτε ο θάνατός του. Είχε δύναμη και θάρρος και αισιοδοξία και χαμόγελο και ανησυχία για τους γύρω του, όπως σε όλη του τη ζωή. Αλλά δεν ήταν η ασθένεια και ο θάνατός του, γιατί ήταν πολλά περισσότερα. Ήταν ο ατέλειωτος αγώνας για τα δικαιώματα των προσφύγων, ήταν οι αμέτρητες ώρες στο γραφείο -πάντα αδιαμαρτύρητα, πάντα με χαμόγελο-, ήταν ο άνθρωπος που δεν είχα δει ποτέ θυμωμένο· τον είχα δει κουρασμένο, αγχωμένο, θλιμμένο για κάποια ιστορία που είχε μόλις ακούσει, μα ποτέ θυμωμένο. Είναι κάθε ζωή που έσωσε, κάθε ελπίδα που χάρισε, κάθε όνειρο που αναγεννήθηκε χάρη σ'εκείνον. Είναι κάθε συμβουλή που μου έδωσε, κάθε χαμόγελο που μου χάρισε, κάθε νέος δρόμος μου που χαράχθηκε χάρη σ'εκείνον. Θα είναι.
Το πένθος είναι μια περίπλοκη και ιδιόρρυθμη κατάσταση -σχεδόν σαν αυτόνομη ύπαρξη, έξω απ' το σώμα σου, που σε τραβάει σαν μαγνήτης κι αλλάζει τον κόσμο γύρω σου. Κι αυτή είναι η ειρωνεία με την απώλεια του συγκεκριμένου ανθρώπου: αγωνιζόταν για να κάνει τον κόσμο καλύτερο και μόνη η απουσία του αρκεί για να κάνει τον κόσμο πιο άσχημο. Σε μια κατασταση πένθους, πάντα σκέφτεσαι όσα δεν είπες και όσα δεν έκανες. Κι η μόνη συμβουλή που έχω -κι ελπίζω να την τηρώ πάντα- είναι η αναγκαιότητα να μοιραζόμαστε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας με όσους μας είναι σημαντικοί. Τώρα. Όχι κάποτε, όχι σύντομα, όχι αύριο. Τώρα. Γιατί δεν ξέρεις πότε θα 'ναι η μέρα που το αύριο δεν θα έρθει πια. Κι αν κάτι με κάνει να στέκομαι στα πόδια μου, είναι η διαρκής υπενθύμιση στον εαυτό μου ότι είχα πει στον Ντάνι πόσο σημαντικός μου είναι -γιατί εξακολουθεί να μου είναι. Πόσο ευγνώμων του είμαι και πόσο τον ευχαριστώ. Δεν υπέθεσα ότι τα γνώριζε. Δεν επαναπαύτηκα στο ότι τα καταλάβαινε. Του τα είπα. Κι είναι αυτή η σκεψη, στ' αλήθεια, που γεννά ψήγματα φωτός στο σκοτάδι. Και θα είναι.
Στη μνήμη του Daniel Sanjuan Guaita.