Δεν είναι τίποτα: θα μου επιστρέψεις το βιβλίο που έχεις δανειστεί κι εγώ εκείνη τη φράση σου, που έχω σιχαθεί να χρησιμοποιώ. Θα μιλήσουμε για τα πάντα, εκτός από το πώς νιώθουμε. Θα σου πω για τις διακοπές μου και θα παραλείψω, τεχνηέντως, τα σπουδαιότερα και μετά θ'ακούσω για τις δικές σου -τα βασικά μόνο. Αφού σ'αρέσει να μιλάς λίγο. Αφού προτιμάς να μιλάω εγώ και να ακούς χαμογελώντας και μετά να θυμάσαι τα πάντα. Θα 'ναι σαν όλες τις άλλες φορές, μα θα διαφέρει απ'όλες τους. Θα φύγω και θα φύγεις.
Γι'αυτό σου λέω -θυμήσου το βιβλίο μου, ας λύνονται μία-μία οι εκκρεμότητες. Ή, ξέρεις τι; Αν το ξεχάσεις, κράτα το. Έτσι κι αλλιώς, το χάλασες. Ανήκει κι αυτό στο κομμάτι της μνήμης μου που φυλάει εκείνες τις δύο ημερομηνίες -ή, μάλλον όχι, τρεις είναι, μια φθινοπωρινή και δυο ανοιξιάτικες-, εκείνη την ταινία, εκείνο το συγκρότημα, εκείνον τον ποιητή, εκείνο το μαγαζί, εκείνον τον στίχο -όσα έχω συνδέσει με το πρόσωπό σου.
Αυτή είναι η μια από τις δύο κατάρες όσων γράφουν: οι συνειρμοί. Η δεύτερη είναι ότι καταδικάζονται, μαζί με τις λέξεις, να αφήνουν στο χαρτί κι ένα κομμάτι της ψυχής τους -και δεν τους επιστρέφεται, μέχρι να γράψουν κάτι καινούργιο. Κι εγώ -πάντα τυπική- τα έχω μοιράσει στο μισό: μισή στο χαρτί, μισή για σένα. Την τελευταία, δεν θα την έχω ποτέ πίσω. Το ξέρεις, κάπου στο βάθος, κι εσύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου