Είμαι κατά των παρελάσεων. Ανέκαθεν ήμουν και θα είμαι όσο υπάρχουν.
Ευτυχώς, όταν ήμουν παιδάκι, εκεί τεσσάρων-πέντε χρονών, οι γονείς μου, έχοντας ανάλογες αντιλήψεις με τις σημερινές δικές μου, δε με έτρεχαν σε παρελάσεις, δε μου έδιναν χάρτινη σημαιούλα να κουνάω πέρα-δόθε, ούτε το θεώρησαν ποτέ ως αναπόσπαστο κομμάτι της διαπαιδαγώγησής μου. Και, εκ των υστέρων, τους ευχαριστώ. Αυτήν την παρέκβαση, την έκανα για να δικαιολογήσω αυτό το "ανέκαθεν" που ηχεί υπερβολικό συνοδεύοντας τα μόλις δεκαεννιά μου χρόνια. Και, για να είμαι ακριβής, ίσως στην αρχή να μην τις αντιπαθούσα και να ήμουν απλά απαθής. Έστω. Η μνήμη μου δε με βοηθά ως προς αυτό και, μάλλον, δεν έχει τόση σημασία.
Σημασία έχει ότι από τη στιγμή που άρχισα να καταλαβαίνω τι μου γίνεται, να διαβάζω βιβλία πέραν των σχολικών και να μην ρουφάω σαν σφουγγάρι (Αυτήν την παρομοίωση χρησιμοποιούν στα σχολεία, ότι ο παιδικός νους είναι σαν ένα σφουγγάρι! Πόσο άστοχο: τα σφουγγάρια δε διαθέτουν κρίση! Έτσι θέλουν να μας κάνουν;) τις πληροφορίες, τάχθηκα εναντίον των παρελάσεων. Δεν ήταν και δύσκολο: Ακολουθώντας το πρότυπο του Μουσολίνι και του Χίτλερ, που θέλησαν να διδάξουν στους νέους τη στρατιωτική πειθαρχία, το εθνικιστικό φρόνημα και την ανάπτυξη μιας υπακοής στους ισχυρούς, ο Μεταξάς καθιέρωσε τις μαθητικές παρελάσεις. Μετά την "πολύ όμορφη" κατ'αυτόν, παρέλαση, της 25ης Μαρτίου 1940, γύρισε σπίτι του και έγραψε στο ημερολόγιό του: "Θα υπάρχει, άραγε, τίποτα απ' όλα αυτά όταν πεθάνω;". Και να που υπάρχει.
Γιατί, λοιπόν, οι "Ελληνάρες" μου λένε πως δεν είμαι υπερήφανη για τη χώρα μου όταν λέω πως οι παρελάσεις είναι κατάλοιπο δικτατορίας; Γιατί θεωρείται υπερβολή η λέξη "μιλιταρισμός", αφού για μιλιταρισμό μιλάμε; Στρατιωτάκια δεν είναι οι μαθητές όσο παρελαύνουν; Δε συμμετέχουν σε μία αμιγώς στρατιωτική διαδικασία με έναν αμιγώς στρατιωτικό τρόπο (υπερήφανος, ρυθμικός βηματισμός και τα συναφή); Γιατί δεν εντοπίζονται οι κραυγαλέα εμφανείς διακρίσεις (διάκριση ανάλογα με την απόδοση κάθε μαθητή, χωρισμός σε αγόρια-κορίτσια, ίδια ενδυμασία, ομοιόμορφη κατανομή βάσει του ύψους κλπ.);
Πώς γιορτάζουμε την ελευθερία, γιορτάζοντας την ΕΝΑΡΞΗ ενός πολέμου (αφήνω απ' έξω τα όποια αίτια και σκοπούς και κρατώ τη γενική αυτήν εικόνα); Πώς συνδέεται ο μιλιταρισμός, ο εθνικισμός και οι προαναφερθείσες διακρίσεις, με την ειρήνη και τη δημοκρατία;
Όσο για τους μαθητές που συμμετέχουν στις παρελάσεις, μπορώ να πω με σιγουριά, ότι πολλοί από αυτούς δε γνωρίζουν καν τις συνθήκες/στοιχεία κάθε επετείου ή τα ξέρουν επιδερμικά ή τα έχουν μάθει λανθασμένα. Και δε φταίνε οι ίδιοι, αλλά το εκπαιδευτικό σύστημα, που θέτει ως προτεραιότητα τις πρόβες για την καθιερωμένη παρέλαση και στη συνέχεια την παρέλαση καθεαυτή. Μια παρέλαση που γίνεται, όπως πολλά πράγματα στην Ελλάδα του σήμερα, για το "φαίνεσθαι". Ποιο σχολείο θα έχει τα περισσότερα παιδιά, ποιοι γονείς θα καμαρώσουν το παιδί τους σημαιοφόρο, ποιος θα περπατήσει πιο αγέρωχα. Κάθε ώρα και λεπτό που αφιερώνονται στους σκοπούς αυτούς, θα μπορούσαν εναλλακτικά να αφιερωθούν σε διδασκαλία, προβολές, ομιλίες για το τι -πράγματι- συνέβη τότε, πώς και γιατί συνέβη. Πρόκειται για μια διαμάχη μεταξύ γνώσης και αυτοπροβολής. Μια διαμάχη μεταξύ επιβεβλημένων πληροφοριών και κριτικής σκέψης.
Όλα αυτά, μου έχουν προκαλέσει τα συγκεκριμένα αρνητικά συναισθήματα απέναντι στις παρελάσεις. Όμως, το κείμενο του Δημήτρη Αγγελίδη, που διάβασα χθες στην "Ελευθεροτυπία", ήταν ίσως το κερασάκι στην τούρτα του εθνικισμού. Παρακολούθησα το βίντεο που συνόδευε το κείμενο στο site της εφημερίδας και ένιωσα μόνο ΝΤΡΟΠΗ. Είναι δυνατόν, εν έτει 2010, να ακούγονται συνθήματα όπως «Ελληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι ποτέ, το αίμα σου θα χύσουμε, γουρούνι Αλβανέ»,«Θα γίνει μακελειό, μετά θα εκδικηθώ, όταν θα προσκυνήσετε σημαία και σταυρό», «Τους λένε "Σκοπιανούς", τους λένε Αλβανούς, τα ρούχα μου θα ράψω με δέρματ' απ' αυτούς»;
Τα σχόλιά μου είναι τα εξής: Πέραν του ότι θίγεται η προσωπικότητα ανθρώπων διαφορετικής καταγωγής από τη δική μας, πέραν του ότι θίγεται η τιμή και η υπόληψή τους, υποβιβάζονται με το χειρότερο τρόπο και με λόγια που δεν αρμόζουν σε μια σύγχρονη, δημοκρατική κοινωνία, αλλά σε μια κοινωνία πρωτόγονη.
Για το "Σκοπιανοί", θα χρησιμοποιήσω το σχόλιο μιας καθηγήτριάς μου στη σχολή, ότι όσοι το λένε, σίγουρα δε θα ήθελαν να αποκαλούσαν τους ίδιους, με αντίστοιχο τρόπο "Αθηναίους".
Περαιτέρω, μιλάμε για αιματοχυσία, για γδάρσιμο, εκδίκηση και προσκύνημα θεοποιημένων συμβόλων (αλήθεια, ας μας πουν οι θρησκόληπτοι κύριοι που κάνουν λόγο για "σταυρό", το "αγαπάτε αλλήλους", γιατί πήγε περίπατο;).
Να θυμίσω ότι όταν τέθηκε το ζήτημα του περιβόητου εξωφύλλου του γερμανικού Focus, ακούστηκαν πολλά και διάφορα για την πρωτοβουλία αυτή των Γερμανών, οι άνθρωποι το πήραν προσωπικά και εξεγέρθηκαν. Σε κάθε περίπτωση, η φωτογραφία που αποτέλεσε την πέτρα του σκανδάλου, απεικόνιζε κάτι το άψυχο, ανεξαρτήτως του τι σημαίνει και αντιπροσωπεύει αυτό για τον καθένα. Όταν ακούστηκαν τέτοιου είδους συνθήματα για ανθρώπους, με ψυχή και αισθήματα, πώς πρέπει οι τελευταίοι να αντιδράσουν;
Όσο για το "Έλληνας γεννιέσαι, δε γίνεσαι ποτέ", τολμώ να πω ότι, όχι, εγώ ΤΕΤΟΙΑ Ελληνίδα δε θέλω να είμαι, ασχέτως του ότι "γεννήθηκα" Ελληνίδα. Και, πάνω στο ίδιο σύνθημα, αναρωτιέμαι: Άνθρωπος γίνεσαι;
Ντρέπομαι που έχει δημιουργηθεί group στο facebook, με τίτλο "ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟ ΤΩΝ Ο.Υ.Κ ΠΟΥ ΦΩΝΑΞΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ", με 3.500 μέλη. Ποια τιμή, ποια δόξα και -κυρίως- ποια πατρίδα; Όποιος ονομάζει συνειδητά τα γεγονότα, ένδειξη πατριωτισμού, πρέπει να έχει πολύ, μα πολύ φτωχό λεξιλόγιο ή άκρατο εθνικισμό/φανατισμό. Διότι, όχι απλά δεν πρόκειται για πατριωτισμό, αλλά προηγούνται πολλοί άλλοι -εύστοχοι- χαρακτηρισμοί, που μάλλον αντίθετοι είναι του προαναφερθέντος.
Ντρέπομαι, για την αναμενόμενη πλην εξωφρενική τοποθέτηση του Λ.Α.ΟΣ.: "αυτοί, οι οποίοι διακινδυνεύουν καθημερινά τη σωματική τους ακεραιότητα για την τιμή της Πατρίδας, διώκονται, γιατί χρησιμοποίησαν συνθήματα που μέχρι πρότινος αποτελούσαν τη σημαία του Έθνους". Δε θα μπω στον κόπο να σχολιάσω τα περί "σημαίας του Έθνους", ούτε θα κάνω νύξη στην κοινή λογική, απλά, ας τους ενημερώσει κάποιος, τουλάχιστον, για τον αντιρατσιστικό νόμο [ Ν.927/1979 (τροπ. 1419/1984)], έτσι, για να μην εξεγείρονται που "αδικούνται" οι "τιμητές" της Ελλάδας.
Ντρέπομαι που κάποιοι επικρότησαν με χειροκροτήματα αυτήν την κίνηση των Ο.Υ.Κ. Ντρέπομαι που πολλούς τους βρίσκει σύμφωνους. Ντρέπομαι που πολλοί ένιωσαν έτσι περισσότερο Έλληνες -γιατί εγώ ένιωσα λιγότερο.
Κυρίως, όμως, ντρέπομαι για όσους σιωπούν. Γι' αυτό, στη θέα των προαναφερθέντων περιστατικών, υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως ποτέ -ποτέ δε θα σιωπήσω απέναντι σε ό,τι με βρίσκει αντίθετη. Διαφορετικά, θα καταλήξω να ντρέπομαι και για μένα την ίδια.