-Γιατί δεν ξέρω ποιοι θα έχουν φύγει, ποιοι θα έχουν αντικατασταθεί και ποιοι θα έχουν αλλάξει.
Όταν η ψυχή μου χάνει το φως και τα χρώματά της, κλέβω λίγο γαλάζιο από κάποιο ποίημα που αγάπησα και βάφω λιγάκι τα όνειρά μου και τα ξεγελώ. Να, όπως τώρα. Με γαληνεύει ο ήχος του βιολιού κι εκείνος της φωνής σου. Φεύγω μακριά, κρατώντας σου το χέρι κι είναι το πιο σύντομο και το πιο μεγάλο ταξίδι που έχω κάνει ποτέ. Θυμάμαι έναν στίχο σκονισμένο και τον ψιθυρίζω και νιώθω πως είσαι εδώ. Και μάλλον είσαι. Μαζεύω στιγμές, τις απαριθμώ και τις φυλάω μαζί με τ'αμέτρητα φύλλα χαρτί που έχω χαλάσει γράφοντας γι'αγάπη. Ζητιανεύω έμπνευση και υπόσχομαι στον εαυτό μου να μη δακρύσω ξανά. Και, ξέρεις, το καταφέρνω -σχεδόν πάντα.
Ξέρεις τι; Τα σιχάθηκα τα λόγια. Έτσι κι αλλιώς, κάθε φορά που με κοιτάζεις κατάματα, γίνονται κουβάρι οι λέξεις που σου ετοίμαζα και γεννιούνται άλλες, με άλλη σημασία απ'τις αρχικές, μα δεν πειράζει -αρκεί που σε κάνουν να χαμογελάς.
Δεν θέλω να σου πω περισσότερα. Θέλω να μιλήσω με τη σιωπή, μ'ένα βλέμμα, με το τρεμούλιασμα στις κλειδώσεις μου όταν είσαι στο χώρο. Θέλω να σου κρατήσω το χέρι και να μην το αφήσω, να συνεννοηθούμε μέσα απ'το αγαπημένο σου τραγούδι, να χαθούμε στις στιγμές, να μου απαντήσεις μ'ένα χαμόγελο από εκείνα που φυλάς μόνο για μένα.
Κι ύστερα, λέω θα φύγω μακριά και λυπάμαι που δεν θα 'σαι εκεί. Αναστενάζω και προσπαθώ -μάταια- να εκβιάσω ένα χαμόγελο μπροστά απ'τον καθρέφτη μου. Αγκαλιάζω τη θλίψη, μα μέσα μου βρέχει καρδιές και χαμόγελα και καμώνομαι πως τη νίκησα -μέχρι την επόμενη απογοήτευση. Σκέφτομαι δυνατά, με στίχους του Pablo Neruda και ονειρεύομαι ποτάμια και την άνοιξη που έρχεται και κάποτε το χρώμα τ'ουρανού και των ματιών σου. Μην κάνεις πως εκπλήσσεσαι -το ήξερες ήδη. Καληνύχτα.
Ξύπνησε, σηκώθηκε βαριεστημένα απ'το κρεβάτι, σκέφτηκε πόσο θα ήθελε να είχε ακόμη δύο ώρες ύπνου. Θυμήθηκε πως τον ονειρεύτηκε. Ξανά. Θυμήθηκε, επίσης, ότι είναι χειρότερο που τον ονειρεύεται κι όταν τα μάτια της είναι ανοιχτά. Ευχήθηκε να είχε περισσότερο καφέ στην κούπα της, περισσότερη διάθεση για διάβασμα, πιο πολλά χαμόγελα στην καρδιά της. Κοίταξε έξω απ'το παράθυρο, σύγκρινε το κρύο έξω απ'το τζάμι μ'εκείνο μέσα της, της ήρθε στο νου το μυστικό του Μικρού Πρίγκιπα και χαμογέλασε αχνά. "Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά -η ουσία δεν φαίνεται με τα μάτια". Άκουσε She&Him και λίγο Black Keys κι ένιωσε να θολώνουν τα μάτια της και πετάρισε τα βλέφαρα να σβήσει τα δάκρυα πριν τρέξουν, μαζί και τις κακές σκέψεις και να προσποιηθεί πως, ε, δεν έγινε και τίποτα. Μίλησε στο τηλέφωνο, με το πιο πλατύ και πιο νεκρό χαμόγελο στα χείλη της μήπως πείσει τη φίλη της στην άλλη άκρη της γραμμής πως όλα ήταν εντάξει. Ίσως και να το πέτυχε. Έμεινε μετέωρη πάνω απ'το ανοιχτό βιβλίο, χρωμάτισε δυο-τρεις γραμμές, σχεδόν μηχανικά. Κοίταξε τις λέξεις, επικεντρώθηκε σε όσες της ήταν πιο γνώριμες και ικέτεψε τον εαυτό της να συγκεντρωθεί. Έκλεισε το βιβλίο, περπάτησε στο άδειο σπίτι, έβαλε να δει μια ταινία -έτσι, για να αποκτήσει μια αφορμή και μια δικαιολογία να συγκινηθεί χωρίς ενοχές και σχεδόν το πίστεψε και η ίδια ότι το θέαμα στην οθόνη μπροστά της ήταν ο λόγος που έκλαιγε. Έγραψε στο πολύχρωμο τετράδιο με το σκληρό εξώφυλλο -εκείνο με τις ανάγλυφες γάτες και το περίεργο κλείσιμο, να βγουν από μέσα της όσα έλεγε σ'εκείνον αν ήταν δίπλα της. Κατάλαβε πως το χαρτί θα είναι πάντα ένα καταφύγιο, ποτέ, όμως, δεν θα την εμπνεύσει όσο το χρώμα των ματιών του. Αναστέναξε, δεν θυμήθηκε να ξεχάσει, έψαξε με το πιο εξεταστικό της βλέμμα ένα πεφταστέρι να ευχηθεί, μα τα σύννεφα τα είχαν κρύψει όλα κι έτσι έκλεισε το παράθυρο κι έκανε, παρόλα αυτά την ευχή της. Άναψε το κερί που μυρίζει πικραμύγδαλο, διάβασε ένα ποίημα του Μπουκόβσκι, έκλεισε τα μάτια για να διώξει τη ζαλάδα απ'το κεφάλι της και την εικόνα του απ'την ψυχή της. Αποκοιμήθηκε.
Χιονίζει. Δηλαδή, λιγάκι. Η θερμοκρασία είναι 2-3 βαθμούς πάνω απ'το μηδέν κι αυτό, προσωπικά, με τρομοκρατεί, γιατί δεν έχω αντοχή στο κρύο. Χθες, περπάτησα μέχρι το σπίτι, με την κουκούλα μου τραβηγμένη κάτω, το κασκόλ μου στριμωγμένο πάνω -έτσι που φαίνονταν μόνο τα μάτια μου- και με κάθε μυ του προσώπου μου να έχει παγώσει και να μη νιώθει τίποτα, παρά μόνο τους κόκκους απ'το χιονάκι, που έπεφταν στα μάτια μου. Καλύτερα να παγώνει το χαμόγελό σου απ'το χιόνι, παρά απ'τη θλίψη. Γιατί περισσότερο κρυώνω μέσα μου. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη και πιο καταστροφική παγωνιά.
Σήμερα ξύπνησα -με δυσκολία μεν, αλλά τα κατάφερα- κουκουλώθηκα με την πιο κόκκινη κουβέρτα μου και προσπαθώ να βρω τρόπους επικοινωνίας με τη Διοικητική Δικονομία, μήπως την καταλάβω λιγάκι. Μέχρι στιγμής, έχουμε σοβαρότατη ασυμφωνία χαρακτήρων. Το μάτι μου πέφτει συνεχώς στο χιόνι έξω απ'το παράθυρό μου. Έχει και ήλιο. Αυτό μου αρέσει ακόμη περισσότερο -η ίδια η φύση αποδεικνύει πως ό,τι φαίνεται δεν είναι, πως ο ήλιος δεν συνεπάγεται τη ζεστασιά και πως, αν το θες, απολαμβάνεις κάθε έκφανσή της: κάθε καιρικό φαινόμενο και κάθε σημείο των καιρών.
Ονειρεύομαι την Ύδρα και κάνω ένα σύντομο και νοερό ταξίδι εκεί -διαρκεί όσο δυο καρδιοχτύπια μου. Το soundtrack της ημέρας και της διάθεσής μου, πλαισιώνουν οι Your Hand in Mine, ο ήχος του βιολιού της Nefeli Walking Undercover, κάτι από Leόn -για να χαμογελάσει ενστικτωδώς η ψυχή μου- μα λίγο παραπάνω τα τραγούδια του Into the Wild. Κάτι η μαγεία στη χροιά του Eddie Vedder, κάτι η ιδέα της δραπέτευσης -έχω ήδη φυγεί μακριά. Καλημέρα.