Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ισπανικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ισπανικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

phosphenes*

Είναι περίεργο να επιστρέφεις στο blog σου μετά από μια τόσο μακρόχρονη απουσία. Είναι σαν να γυρίζεις στο σπίτι σου μετά από μήνες σε άλλη χώρα. Ή στο παλιό σου δωμάτιο, μετά από τόσα μάταια πρωινά που τα μάτια σου άνοιγαν κι έβλεπαν τέσσερις άλλους τοίχους -κι από εκείνους του "εσχάτως" επιστρέφεις σ'αυτούς του "ανέκαθεν". Κι έχω περάσει από εκείνες τις επιστροφές. Κι έχω νιώσει εκείνη τη νοσταλγία του καινούργιου ν'ανακατεύεται με τη θαλπωρή του παλιού και να μου πλέκει ένα κόμπο στο στομάχι και να μην ξέρω αν είμαι χαρούμενη ή λυπημένη.

Κι είναι εξίσου περίεργο να γράφω μετά από τόσον καιρό και να αποφασίζω να γράψω τη χρονική στιγμή που μοιάζει να μην έχω χρόνο μέσα στο 24ωρο και που αναρωτιέμαι και η ίδια για τη συχνότητα και τη συνέπεια που θα μπορέσω -ή όχι- να εξασφαλίσω στο blog μου. Μα δεν πειράζει. Είναι τόσες οι αλλαγές στην καθημερινότητά μου -από το βιογραφικό στη φοιτητική ταυτότητα κι από τη γλώσσα που ακούω στο μετρό μέχρι τον ταχυδρομικό μου κώδικα, μισή χούφτα χιλιάδες χιλιόμετρα δυτικά απ'το σπίτι μου- που χωράει άλλη μία. Στριμωγμένα κι αόριστα, χωρίς προγραμματισμούς, γιατί -δεν σ'το 'χουνε πει;- εκείνο που αναζητάς, δεν θα έρθει ποτέ με τη μορφή που το περιμένεις. Δεν είναι δική μου σοφία -όσο κι αν θα μου άρεσε να έχω πει κάποια τόσο ουσιαστική φράση, όσο αυτή του Χαρούκι Μουρακάμι.

Διαβάζω δυνατά αυτά που γράφω. Την ώρα που τα γράφω. Όχι για ν' ακούω τη φωνή μου ή το κείμενό μου, ούτε για να το επεξεργαστώ και να 'ναι λιγότερο κουραστικό για τον αναγνώστη. Άλλωστε, το ρολόι του υπολογιστή δείχνει 2 ακριβώς. Το μυαλό που δεν είναι σε θέση να κάνει τη γραφή μου πιο ποιητική. Διαβάζω δυνατά το κείμενο, για να μην ξεχάσω τα ελληνικά μου. Όχι κυριολεκτικά -δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι έχω μεταναστεύσει χρόνια στην Ισπανία, ενώ βρίσκομαι εδώ λίγο παραπάνω από μήνα. Είναι κάτι πέρα απ' αυτό. Η ροή της γλώσσας. Ο ήχος. Ο ρυθμός της. Κάτι από σπίτι, για εκείνα τα βράδια που έχεις ασχοληθεί υπερβολικά πολλές ώρες με τη σύγκριση ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων στα κείμενα του Ισπανικού Συντάγματος τον 19ο αιώνα. Κάτι από σπίτι, πριν ψάξεις την πιο ανάλαφρη ταινία που έχει γυριστεί ποτέ, γιατί μόνο έτσι θα σε πάρει ο ύπνος, με τον ήχο της να σε νανουρίζει κι εσύ να μη νιώθεις την ανάγκη ν' ανοίξεις τα μάτια να την παρακολουθήσεις. 

Ήταν η μέρα των βιβλιοπωλείων εδώ χθες. Ή σήμερα, αν υποτεθεί ότι η μερα τελειώνει όταν πας για ύπνο και όχι όταν το ρολόι δείχνει μεσάνυχτα. Άλλωστε, είμαι πρόμαχος της σχετικότητας του χρόνου, στην ποιητική και συνειρμική της έννοια. Μόνο αυτές κατανοώ. Αγαπώ τα βιβλιοπωλεία, μα κλείνουν τα μάτια μου ήδη και δεν μπορώ να σου πω για εκείνη τη συναυλία με τον τραγουδοποιό και την κιθάρα του, ανάμεσα στα χρώματα των βιβλίων, σ'εκείνο το μικρό βιβλιοπωλείο της γειτονιάς. Της τωρινής μου γειτονιάς. Και θέλω να σου πω κι άλλα, μα κλείνουν τα μάτια μου. Για τον υπάλληλο εκείνου του ίδιου βιβλιοπωλείου που με άκουγε να του απαριθμώ χαρακτηριστικά του παραλήπτη του δώρου που έψαχνα και υπομονετικά μου έδωσε ένα σωρό εναλλακτικές μέσα στις οποίες ένα βιβλίο που ερωτεύτηκα και το πήρα σπίτι κι έχω ρωτήσει σχεδόν όποιον ισπανόφωνο ξέρω αν το έχει διαβάσει. Κι οι καλύτερες ιστορίες από βιβλιοπωλεία είναι εκείνες που δεν μπορώ ν'αποδώσω περιληπτικά. Βλέπεις, κλείνουν τα μάτια μου. Καληνύχτα.


*(n): the colours, or "stars" you see when you rub your eyes.



Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

.

     Άργησε να ξυπνήσει. Σηκώθηκε βαριεστημένα κι έτρεξε να κοιτάξει έξω απ'το παράθυρο -τα παντζούρια μισάνοιχτα και τα μάτια της μισόκλειστα. Ήλιος με βροχή. Την μπέρδευε αυτός ο καιρός και δεν ήξερε τι να φορέσει -όπως την μπέρδευε το μέσα της και δεν ήξερε τι να νιώσει. Φόρεσε καλοκαιρινή μπλούζα με χειμωνιάτικο πανωφόρι. Ένιωσε λίγο μόνη. Στάθηκε μπροστά απ'τον καθρέφτη κι άρχισε να στρώνει με το χέρι τις μπούκλες της. Με προσήλωση, για να αποπροσανατολίσει τις σκέψεις της. Το πέτυχε.
   Περπάτησε γρήγορα μέχρι τη στάση. Στριμώχτηκε στο λεωφορείο, το πόδι της πιέστηκε στο πεζουλάκι δίπλα απ'τη γαλαρία, τσαλακώθηκε το χειμωνιάτικο πανωφόρι κι εκείνη μόνο ξεφύσαγε, να θυμάται κάπου-κάπου ότι έχει ακόμα ανάσα.
     Πήγε στη σχολή, μίλησε με αγνώστους, που έγιναν γνωστοί κι ίσως κάποια μέρα τους χαιρετάει με μια αγκαλιά, όπως τις φίλες της -σκέφτηκε και χαμογέλασε. Φόρεσε το χαμόγελό της το καθημερινό -να ξεκλέψει την προσοχή απ'τα σύννεφα στα μάτια της- και πάνω απ'το ψευτικό γεννιόταν κάθε τόσο ένα αληθινό και κάποτε γελούσε -και τότε γινόταν για λίγο όμορφη. Τσίνισε που της ανέφεραν τ'όνομά του και κοίταξε αλλού, μήπως το κρύψει -μήπως κρυφτεί.
     Ταξίδεψε με τη μουσική απ' τα ακουστικά της, συνάντησε γνωστούς στο γυρισμό -ένα σωρό, έγραψε ισπανικά, ονειρεύτηκε στα ισπανικά. Έφυγε τρέχοντας απ'το σπίτι, να μην αργήσει στο μάθημα. Την κατάβρεξε ένα αυτοκίνητο, που πέρασε τρέχοντας μια λακούβα με παλιόνερα. "Μαλάκα" φώναξε. Την άκουσαν μόνο οι περαστικοί, μα το είπε για να το πει. Το παντελόνι της έγινε πουά απ'το νερό, μα είχε ζέστη εκείνη την ώρα και, μέχρι να φτάσει στο φροντιστήριο, στέγνωσε. Μίλησε ισπανικά, σκέφτηκε στα ισπανικά. Περπάτησε μέχρι το σπίτι. Μίλησε με τη φίλη της. "Χαίρομαι που έχουμε η μία την άλλη" διάβασε στην οθόνη του υπολογιστή της. Ένιωθε το ίδιο. Χαμογέλασε. Ένα τελευταίο ρεφραίν πριν πέσει για ύπνο. Άκουσε ισπανικά, αγάπησε στα ισπανικά. Αποκοιμήθηκε.