Που λες, βρήκαν πάτημα οι τάσεις φυγής μου. Πόσο έμεινε; Πέντε μήνες και κάτι. Περίπου πεντέμιση. Μετρώ από τώρα με τα δάχτυλα, να φαίνεται λιγότερο. Και δεν το λέω με θήτα, αλλά με σίγμα: Βαλένσσσια. Κι επιμένω ότι έτσι το προφέρουν και οι ντόπιοι -οι Βαλενσιανοί ντε- γιατί το διάβασα στο wikipedia. Ακούω πλέον κατ'αποκλειστικότητα τραγούδια αποχωρισμού -δικαίως πια- ή κανένα του Manu Chao στα διαλείμματα -να ξεσκονίζονται και τα Ισπανικά μου. Φαντασιώνομαι τη γεμάτη μου βαλίτσα, που θα στριμώξω στον πάτο της μεσογειακά χαμόγελα και θα πετάξω την εικόνα του δικού σου -πού να χωρέσει;- και θα φύγω σαν να φεύγω για πάντα. Και δεν θα πάρω μαζί το βοτσαλάκι που μου 'χες δώσει, ούτε τη λευκή κόλλα με τον τρεμουλιαστό γραφικό σου χαρακτήρα, που λέει -μέσα σ'όλα- τ'όνομά μου.
Και ξέρεις, η φυγή μου θυμίζει τον έρωτα. Σε κεραυνοβολεί κι αφήνει το σημάδι της. Είναι, νομίζω, η χαρά του συγγραφέα, ενίοτε και του δειλού -μα ο φόβος μου νικά την αυτογνωσία και διστάζω ν'αυτοχαρακτηριστώ έτσι. Μα, παραμένει ωραίο, στα πιο δύσκολα βράδια -που δεν έχω ήλιο να κοιτάξω, να μου γεννήσει ένα άγουρο χαμόγελο- να κλείνω τα μάτια και να βρίσκομαι ήδη στην Ισπανία. Να διαβάζω Πάμπλο Νερούδα σαν να μην υπάρχει αύριο, να χαζεύω τα συνθήματα στους τοίχους, ν'ανακατεύομαι ανάμεσα στους νέους με τα ράστα μαλλιά και την επαναστατική διάθεση, να ερωτεύομαι την πιο έρημη γωνιά της πόλης -εκείνη που δεν πρόσεξε ποτέ κανείς- να νιώθω Αλμοδοβαρική όσο ποτέ. Κάπου εκεί, στο ημερολόγιο με το χοντρό εξώφυλλο, θα κρύβεσαι σε κάποιο στιχάκι που θα ξεχνιέμαι και θα γράφω στα ελληνικά. Θα έρχεσαι βιαστικά -όσο βιαστικά φεύγω. Πού ξέρεις, ίσως την ίδια μέρα πέσει στα χέρια σου εκείνο το ποίημα που αγαπούσες -και τότε θα με σκεφτείς κι εσύ λιγάκι. Φευγαλέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου