Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

The art of Variety.

Στην κατ'επίφαση εύκολη και κατ'ουσίαν κοινότοπη ερώτηση “τι μουσική ακούς”, τραβάω μεγάλο λούκι. Προφανώς και δεν ακούω το τετριμμένο “τα πάντα”, αφού πολλά είδη περάσαν απ'το γούστο μου και δεν ακούμπησαν. Απ' την άλλη, η ποικιλία των ακουσμάτων μου είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να μη βαριέμαι ποτέ και τη συνθέτουν μουσικά είδη τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, ώστε να τεκμαίρεται μια διαταραγμένη -πλην μουσικόφιλη προσωπικότητα.
Ένα είναι το σίγουρο -αγαπώ τη μουσική και την αφήνω να με ταξιδεύει καθημερινά -επιτρέποντάς της ν'αλλάζει συχνά πυκνά μεταφορικό μέσο: άλλοτε ήχοι high-speed όταν δε με χωρά ο τόπος και είμαι αεικίνητη με ενέργεια που αγγίζει τα όρια του ενοχλητικού, άλλοτε ήχοι-γόνδολες, μελωδίες απαλές, σχεδόν ανεπαίσθητες για ν'απολαμβάνω περισσότερο τη διαδρομή ψιθυρίζοντας συλλαβιστά κάθε στίχο. Και, πράγματι -όσο κι αν με λυπεί να επαληθεύω οποιοδήποτε κλισέ- η μουσική είναι αντίστοιχη της διάθεσής μου. Εξαρτάται από το πώς ξύπνησα το πρωί, πόσο χαρούμενη ή μη νιώθω, κατά πόσο τα νεύρα μου βρίσκονται σε οριακό σημείο.

Το ίδιο ισχύει για το γούστο μου στο σύνολό του. Άλλες μέρες τις θέλω μονόχρωμες κι άλλες ουράνιο τόξο. Τη μια στιγμή θέλω να κοιμηθώ -την αμέσως επόμενη αλλάζω γνώμη και βγαίνω να περπατήσω. Πάω για κομεντί -παίρνω δράμα. Τον θέλω ψηλό -με τακούνι τον περνάω. Κατεβάζω καινούργια τραγούδια στο i-pod -πάλι τα άπαντα των Killers ακούω. Αλλά, δε με πειράζει. Φέρνει λίγο σε Dr.Jekyll και Mr.Hyde, μα δεν παύει να είναι διασκεδαστικό. Όπως αποδέχομαι τη διαφορετικότητα των γύρω μου, έτσι αποδέχομαι και τη διαφορετικότητα μέσα μου.

Και, ναι, ναι, ξέρω πως έχω ξεφύγει προ πολλού από το αρχικό θέμα και δηλώνω ευγνώμων που πρόκειται για το blog μου και όχι για έκθεση ιδεών -αυτό θα πει να βλέπεις το ποτήρι μισογεμάτο. Η προαναφερθείσα πολυμορφία που διέπει το γούστο μου, δε θα μπορούσε να μην αγγίζει και τον τρόπο, με τον οποίο απολαμβάνω τη μουσική. Μπορεί τη Δευτέρα να ακούω μόνο ελληνικά, την Τρίτη μόνο All-American Rejects, την επόμενη Δευτέρα μόνο τραγούδια των 90's -τέτοιες πρωτοτυπίες προστάζει η απαιτητική μου διάθεση. Όλες τις προηγούμενες γραμμές κι όλες όσες θ' ακολουθήσουν, τις εμπνεύστηκα από τον ενθουσιασμό που μου προκάλεσε η νέα μου ανακάλυψη. Σήμερα ακούω Ορέστη Ντάντο. Μία από τις λίγες φορές που το youtube μου έβγαλε suggestion της προκοπής. “Είναι κι άλλοι σαν εμάς”, “Όταν γυρνάς το βράδυ απ' τα ξενύχτια”, “Θα πάω όταν γουστάρω” -και δώς του να ενθουσιάζομαι μόνη μου σε ώρες μεταμεσονύκτιες/πρώτες πρωινές, με το εύλογο ερώτημα να λανθάνει στην απόλαυσή μου: “πώς γίνεται να μην ήξερα μέχρι σήμερα ΑΥΤΑ τα τραγούδια;”... Θα το ξεπεράσω. Και θα ακούω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια [και τα ίδια] τραγούδια, μέχρι να επέλθει η επόμενη αλλαγή στη διάθεσή μου -όποτε κι αν συμβεί αυτό.

Κατέληξα, πάντως, πως το γούστο κάθε ανθρώπου στη μουσική είναι σαν το δακτυλικό αποτύπωμα -μοναδικό- και πολύ περισσότερο σαν τη ζωή -απρόβλεπτο. Κατέληξα, επίσης, πως η μουσική είναι μεγάλος έρωτας. Και το τραγούδι που ακούω αυτή τη στιγμή, κεραυνοβόλος...

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Η μεγάλη νοσταλγία

Διαβάζω στο tvxs.gr ότι σαν σήμερα (αν και μάλλον, μόλις αναρτηθούν αυτές οι γραμμές, θα είναι σωστό το “σαν χθες”) γεννήθηκε ο Τάσος Λειβαδίτης, στις 20 Απριλίου του 1922. Ο ανατρεπτικός κι επαναστάτης Τάσος Λειβαδίτης, που μέχρι σήμερα, 88 χρόνια από τη γέννησή του και 22 από το θάνατό του, συνεχίζει να υπάρχει μέσα απ' τα ποιήματά του, εμπνέοντας διαχρονικά σεβασμό και παραδίδοντας μαθήματα ανθρωπιάς.
Και, σίγουρα, θα μπορούσα να κάνω πολλά σχόλια επί του συγκεκριμένου θέματος.
Ωστόσο, έχω μάθει πως τα σχόλια, αλλού είναι απαραίτητα κι αλλού περιττά. Και, μπροστά σε ένα ποίημα του Λειβαδίτη, ισχύει -αναντίρρητα- το δεύτερο...
Παραθέτω, λοιπόν, το “Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος” και το αφήνω να μιλήσει με μια φωνή πιο καθάρια και πιο δυνατή από τις περισσότερες -αυτήν την ποίησης.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ' τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ' ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα 'ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ' τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!

Υ.Γ. Στο εν λόγω ποίημα, το οποίω βρίσκω πάντα επίκαιρο, κάνω συχνά αναφορές και βρίσκεται μονίμως σε μια γωνίτσα του μυαλού μου. Θα το έλεγα το “αγαπημένο” μου του Λειβαδίτη. Αν χαρακτήριζα, όμως, "αγαπημένο" ένα ποίημα μεταξύ ποιημάτων που αγαπώ, δε θα 'ταν πλεοναστικό; Ας μείνει ως έχει, λοιπόν -άνευ σχολίου, πλην μετά πολλών συναισθημάτων. Έτσι πρέπει να είναι η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη...

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Με αγάπη.

Άτιμο πράγμα αυτή η Έμπνευση. Όταν τη χρειάζεσαι περισσότερο από ποτέ, σ' εγκαταλείπει και σε αφήνει ν' αναρωτιέσαι πώς να ξεσπάσεις και να εκτονωθείς.
Γιατί εγώ, έτσι εκτονώνομαι όταν είμαι σε ένταση -γράφοντας. Κάποτε, όμως, οι γραμμές δε λένε να γεμίσουν και το χαρτί παραμένει απελπιστικά λευκό, ήτοι απελπιστικά κενό.
Τη φωνάζω και την επικαλούμαι, μα δεν έρχεται. Μάλλον η Έμπνευση με προτιμά ήρεμη και χαμογελαστή -στη θλίψη δε με συντροφεύει. Τότε είναι που την έχω ανάγκη, όμως. Είναι, φαίνεται, πολύ δειλή η Έμπνευση.
Χωρίς αυτήν, η γραφή μου δεν έχει συνοχή, δεν έχει νόημα, ούτε καν κάποιο περιεχόμενο. Ξέρω πως αν ήσουν δίπλα μου, δε θα σε πείραζε αυτό. Ξέρω πως, μαζί σου, δε σκεφτόμουν τι θα πω ή πώς θα το πω. Μαζί σου δεν είχα ανάγκη την Έμπνευση. Ήσουν από μόνη σου έμπνευση -όχι για να γράφω, αλλά για να ζω.
Είναι λίγο, είναι πολύ λίγο να σου αφιερώσω λίγες μάταιες γραμμές. Δε με φοβίζει όμως αυτό, ούτε με ανησυχεί. Γιατί σε αγάπησα όσο με αγάπησες, σε αγαπώ και θα σε αγαπώ όσο ζω. Το ήξερες -πόσο με ηρεμεί ότι το ήξερες! Και το πιστεύω πως κάπου, εκεί πάνω, υπάρχεις και εξακολουθείς να το ξέρεις.
Μη λυπάσαι για τη λύπη μου -την προκαλεί η νοσταλγία και το ότι μου λείπεις ήδη αφόρητα. Σταδιακά, όμως, ο χρόνος θα μεταμορφώσει το ασχημόπαπο του πόνου στον κύκνο των αναμνήσεων και της δημιουργίας. Όσο βρίσκεσαι στην καρδιά και το μυαλό μου, θα βρίσκεσαι και στη ζωή -και, πίστεψέ με, θα σε κρατήσω εδώ για πάντα. Κι έχεις τη μορφή που σου αξίζει -την εξιδανικευμένη. Έχεις αφήσει ένα κομμάτι σου μέσα μου -κι έχεις πάρει ένα δικό μου μαζί σου.
Αν, από τις αμέτρητες ευχές που μου έχεις δώσει, πραγματοποιηθούν έστω οι μισές, θα είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου -μια ευτυχία, για την οποία έχεις μεριμνήσει σε μεγάλο βαθμό, τα τελευταία δεκαεννιά χρόνια.
Σε κάθε χαμόγελο, σε κάθε σκίρτημα της καρδιάς, σε κάθε όμορφη μέρα, θα είσαι μαζί μου. Θα είσαι εδώ.
Να προσέχεις εκεί πάνω...

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

...'Η να σ' το ζωγραφίσω;

Οι Κινέζοι λένε ότι μία εικόνα είναι χίλιες λέξεις -πληροφορία ιδιαίτερα χρήσιμη όταν στερεύει κανείς από λόγια. Και στη δική μου περίπτωση, αυτό συμβαίνει συχνά.

Δεν πιστεύω ότι το να μην έχεις κάτι να πεις συνεπάγεται τη μη αντίληψη όσων άκουσες ή την αδυναμία μετατροπής των σκέψεών σου σε λόγια. Όχι πάντα, τουλάχιστον. Εν ανάγκη, άλλωστε, καθένας μπορεί να “βγάλει” το ρήτορα που κρύβει μέσα του. Θεωρώ, όμως, ότι πολλές φορές τα λόγια αλλοιώνουν το περιεχόμενο -αλλοιώνουν το συναίσθημα, την άποψη, την κρίση. Ίσως γι' αυτό να τα προτιμώ μετρημένα. Ίσως γι' αυτό να επιλέγω τη σιωπή έναντι μιας ανολοκλήρωτης -ακόμη και στο ίδιο μου το κεφάλι- ιδέας.

Κάποια πράγματα, δεν περιγράφονται με λόγια. Ανεξάρτητα από το αν τα τελευταία μπορούν να προσαρμοστούν στην επιδιωκόμενη γλαφυρότητα, λιτότητα, δραματική διάθεση ή συναισθηματική φόρτιση του υποκειμένου.

Μια ανάμνηση είναι πάντα ισχυρότερη ως γεγονός. Τα υπόλοιπα αποτελούν απλά απόπειρες υποκατάστασης των χαμένων στιγμών και περιστασιακής τους αναβίωσης.
Μια στάση ζωής είναι πάντα περισσότερο αποδεκτή, όταν εκείνος που την πρεσβεύει την ακολουθεί και δε μένει στην απλή παρουσίασή της -όσο πλήρης και παραστατική κι αν είναι η τελευταία.
Μια υπόσχεση δεν αγγίζει την τελείωση, παρά μόνο με την εκπλήρωσή της -διαφορετικά, μετουσιώνεται σε αερολογία.

Ναι, οι πράξεις είναι δυνατότερες από τα λόγια. Κι αυτό γιατί έρχονται να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν τα λόγια, που γι' αυτές και μόνο, μπήκαν σε μια σειρά κι εκφράστηκαν.

Όταν όμως πρόκειται για συναισθήματα, η έκφραση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αυτής ύπαρξης τους. Και, στην περίπτωση αυτή, τίποτα δεν είναι αρκετό -ούτε τα έργα από μόνα τους. Γιατί, η ανάγκη για έκφραση ποτέ δεν ικανοποιείται στο έπακρο -ή έκφραση, εξάλλου, δεν έχει όρια.

Τα λόγια αποτελούν, σαφώς, μια μορφή έκφρασης -όχι, όμως, τη μοναδική. Κι όταν αυτά φαντάζουν ανεπαρκή, τότε επιστρατεύονται άλλοι τρόποι έκφρασης. Γι' αυτό, ό,τι δεν μπορείς ή δε θες να πεις με λόγια, πες το μ' ένα στίχο, με μια εικόνα, με μια γνώριμη μελωδία, μ' ένα παλιό ρεφραίν. Η λακωνικότητα είναι αρετή και έγκειται στην κρίση μας το πότε οι περιστάσεις την επιβάλλουν. Δεν επιβάλλεται, όμως, την ίδια ώρα και η απουσία της έκφρασης. Γιατί, δε νοείται ζωή δίχως έκφραση. Απλώς, ξεχνάμε κάποιες φορές την πολυμορφία των εννοιών που συναπαρτίζουν τη ζωή μας και τη δημιουργικότητα που απορρέει από κάθε έμπνευση της στιγμής.

Κάτι ανάλογο θα εννοούσε ο Πλάτωνας, υποστηρίζοντας πως “με το άγγιγμα της αγάπης, ο καθένας γίνεται ποιητής”...

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

April Fools' Day (an ordinary day...)

1η Απριλίου, σήμερα. Είθισται τα καλοπροαίρετα ψέματα να “επιτρέπονται” κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Το συγκεκριμένο έθιμο έχει τις ρίζες του στη Γαλλία του 16ου αιώνα. Ειδικότερα, μέχρι το 1564, οι Γάλλοι θεωρούσαν ως πρωτοχρονιά την 1η Απριλίου. Όμως, επί βασιλείας Καρόλου του 9ου, η αρχή του έτους “μετατοπίστηκε” στην 1η Ιανουαρίου. Η εν λόγω αλλαγή δεν έγινε δεκτή από όλους τους πολίτες, οπότε κάποιοι εξακολούθησαν να θεωρούν την 1η του Απρίλη ως αφετηρία του νέου έτους. Οι υπόλοιποι, εμπαίζοντας τους αντιδραστικούς συμπολίτες τους, τους έστελναν την πρωταπριλιά πρωτοχρονιάτικα δώρα, συνήθεια, η οποία σταδιακά καθιερώθηκε και αποτελεί σήμερα το γνωστό σε όλους έθιμο της Πρωταπριλιάς.

Με βάση μία άλλη εκδοχή, η απαρχή του εθίμου οφείλεται στους Κέλτες ψαράδες. Η εποχή του ψαρέματος, ξεκινούσε την 1η Απριλίου, οπότε τα ψάρια πιάνονται δύσκολα. Οι ψαράδες όμως, ανεξαρτήτως των πραγματικών αποτελεσμάτων των προσπαθειών τους, ισχυρίζονταν -ψευδώς- πως είχαν πιάσει πολλά ψάρια. Κάπως έτσι, η συνήθεια αυτή εξελίχθηκε στο έθιμο της πρωταπριλιάς.

Και σκέφτομαι... Για να φαινόταν τόσο αξιοσημείωτο ένα ψέμα (όποια από τις δύο προηγούμενες ιστορίες κι αν πάρουμε ως γνώμονα), θα πρέπει η ειλικρίνεια να ήταν ο κανόνας. Σήμερα, όμως, η ειλικρίνεια είναι η εξαίρεση. Η πρωταπριλιά, απλώς “νομιμοποιεί” παροδικά τα ψέματα και δη τα αθώα ψέματα. Ψέματα ενδεδυμένα με το περίβλημα του αστεϊσμού, που δεν έχουν σκοπό να βλάψουν κάποιον. Ψέματα που αποσκοπούν στο γέλιο και όχι στην εκμετάλλευση του άλλου.

Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, συνηθίζεται να περιλαμβάνουν στην πρωταπριλιάτικη θεματολογία τους, κάποιο ψέμα, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία με το πνεύμα της ημέρας. Κάποιο μικρό ψέμα, ανάμεσα στα μεγάλα. Κάποιο αθώο, ανάμεσα στα ένοχα. Κάποιο αστείο, ανάμεσα στα σοβαρά. Ένα διάλειμμα από την παραπληροφόρηση.

Νομίζω πως το έθιμο της πρωταπριλιάς ηχεί ειρωνικό στ' αυτιά μου. Γιατί ολόκληρη η κοινωνία έχει μετατραπεί σε μια παραμορφωμένη πρωταπριλιά. Έχουμε εκπαιδευτεί στα ψέματα. Να τα λέμε, να τα κάνουμε να φαντάζουν αναντίρρητη πραγματικότητα, να τα δεχόμαστε άβουλα, χωρίς ίχνος κριτικής σκέψης, αμφισβήτησης ή, έστω, αμυδρής αμφιβολίας.

Μόνο την πρωταπριλιά είμαστε υποψιασμένοι ότι θα ακούσουμε ψέματα -την ημέρα που αυτά μας βλάπτουν λιγότερο απ' ό,τι όλες τις υπόλοιπες του χρόνου. Δε λέω ότι συνιστώ την καχυποψία ως σύμμαχό μας στην καθημερινότητα -αυτό θα ήταν το άλλο άκρο. Και ποτέ δεν εμπιστεύομαι τα άκρα. Ίσως, όμως, φταίμε. Όχι “ίσως”. Απλά φταίμε. Γιατί κάθε μήνυμα έχει έναν πομπό κι έναν δέκτη. Ως δέκτες, δεν αντιδράμε απέναντι στο μήνυμα, δεν το απωθούμε, ούτε καν το επεξεργαζόμαστε. Κυρίως, όμως, δεν βρίσκουμε το θάρρος να λάβουμε κι εμείς τη θέση του πομπού και να γίνουμε κάποτε τα υποκείμενα στο χάος των προτάσεων που μας θέλουν αντικείμενα (ή που, ακόμη χειρότερα, χρησιμοποιούν αμετάβατα ρήματα, λειτουργώντας για εμάς χωρίς εμάς). Πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που εκμεταλλεύονται την αδυναμία σου. Οι ίδιοι που αποτελούν αφορμές για να δείξεις τη δύναμή σου...

Ίσως ξέφυγα λιγάκι από το θέμα. Υποθέτω, όμως, πως αυτό έγινε επειδή -φύσει αντιδραστική- θέλησα, την ημέρα που γιορτάζουμε το επιτηδευμένο ψέμα, να εκφράσω κάποιες ανεπιτήδευτες αλήθειες μου...